εὔ-πορος

εὔ-πορος

εὔ-πορος, 1) gut, bequem zu gehen, gangbar, ἡ ῥᾳδία καὶ εὔπ. ὁδός Plat. Rep. I, 328 e; Xen. An. 2, 5, 9 u. öfter; εὔπορόν ἐστι, es ist guter Weg, 3, 5, 17; übertr., ἄτης ἄβυσσον πέλαγος οὐ μάλ' εὔπορον Aesch. Suppl. 465. – Uebh. leicht zu erlangen, zu verschaffen, παρ' ἐμοῦ δ' ἔστιν ταῠτ' εὔπ ορα, bereit, Ar. plut. 532; πλεῖστον μέλι καὶ εὐπορώτατον Plat. Rep. VIII, 564 e; so bes. im neutr., Θεσσαλίαν εὔπορον ἦν διιέναι Thuc. 4, 78; Dem. 3, 18; παρασκευάζεσϑαι εὐπορώτερον ἦν Xen. Hell. 6, 3, 10. – 2) leicht, gut gehend, γλῶττα, geläufige Zunge, Ar. Equ. 637; εὔ. π οροι πλάται Eur. I. A. 765. Daher = Einer, dem es nicht an Mitteln u. Wegen wozu fehlt, Ggstz ἄπορος, auch = sich leicht aus Verlegenheit helfend, gewandt, οἱ πονηροὶ συζυγέντες εὐπορώτεροι πρὸς τὸ κακουργεῖν γίγνονται Xen. Oec. 9, 5, sie können leichter Schlechtes thun; ἐς τὴν ἄλλην δίαιτάν ἐσμεν εὐπορώτατοι Ar. Vesp. 1112; διδάσκαλος ἐν τοῖς ἀμηχάνοις εὐπορώτατος Eur. trg.; συμφέρον καὶ εὔπορον Plat. Crat. 419 a; εἰ οὖν τις ἐμοῦ εὐπορώτερος, τί οὐκ ἀπεκρίνατο; wenn Einer gewandter ist, es besser weiß, Phaed. 86 d; πρὸς ἔργον Prot. 348 d; δοκοῠσιν εὐπ ορώτεροι ἐνίοτε γίγνεσϑαι ἄνϑρωποι ἁμαρτάνοντες, gewandter, klüger, Xen. Hell. 6, 3, 10. – Von äußern Mitteln, reich, wohlhabend, Dem. Lpt. 25; Isocr. Panath. 109; πόλιν τοῖς πᾶσιν εὐπορωτάτην, die an Allem Ueberfluß hat, Thuc. 2, 64; Folgde. – Adv. εὐπόρως, leicht, Xen. Hell. 5, 4, 57 u. öfter, u. A.; τοῦτ' εὐπορώτερον ἔχω ἀποκρίνασϑαι Plat. Conv. 204 e; εὐπόρως διέκειτο Dem. 33, 25; ἔχειν πάντα, Alles im Ueberfluß haben, Thuc. 8, 36; εὐπ. ἔχειν, sich wohl befinden, Luc. Lexiph. 2.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πόρος — means of passing a river masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρος — I Νησί του Σαρωνικού κόλπου, απέναντι από την Τροιζηνία, από ένα σημείο της οποίας η απόσταση μέχρι τον Πόρο είναι μόλις λίγα μέτρα. Ο Π. έχει έκταση 31 τ. χλμ. και πρωτεύουσα του είναι ο ομώνυμος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.). Ανήκει στην… …   Dictionary of Greek

  • Πόρος — Sp Pòras Ap Πόρος/Poros L s. Egėjo s. (Sarono įl.) ir mst. Kefalinijoje, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • πόρος — ο 1. στενό πέρασμα ποταμού, λίμνης, θάλασσας. 2. μικρή τρύπα απ όπου περνά κυρ. υγρό: Πόροι του σώματος. 3. εισόδημα, πρόσοδος: Έμεινε χήρα χωρίς πόρους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακουστικός πόρος — Τμήμα του αφτιού. Διακρίνονται δύο πόροι, ο έσω και ο έξω. Ο έσω πόρος είναι οστέινος σωλήνας, μήκους 1 εκ., πλάτους και ύψους 0,5 εκ. και βρίσκεται μέσα στο λιθοειδές οστό. Το έξω άκρο του αντιστοιχεί στον λαβύρινθο (έσω ους) και το έσω άκρο του …   Dictionary of Greek

  • Κάτω Πόρος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 260 μ., 68 κάτ.) του νομού Ρεθύμνης. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 28 χλμ. ΝΔ της πόλης του Ρεθύμνου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λαππαίων …   Dictionary of Greek

  • πόρω — πόρος means of passing a river masc nom/voc/acc dual πόρος means of passing a river masc gen sg (doric aeolic) πόρω furnish aor subj act 1st sg πορόω furnish with pores pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) πορόω furnish with pores imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Порос — (Πορος) принадлежащий Греции о в у южного входа в Эгинский залив; отделен от Пелопоннеса узким каналом. Город П. (около 5000 жителе и) был некоторое время резиденцией греческого правительства и главной военной гаванью. Здесь 25 авг. 1831 г.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ПОРОС —    • Πόρος,          см. Πενία, Пения …   Реальный словарь классических древностей

  • Κορυζής, Αλέξανδρος — (Πόρος 1885 – Αθήνα 1941). Οικονομολόγος, πρωθυπουργός της χώρας κατά τη γερμανική επίθεση του 1941. Σε πολύ νεαρή ηλικία διορίστηκε στην Εθνική Τράπεζα (1903), όπου σημείωσε ταχεία άνοδο στην ιεραρχία. Συνέβαλε, από το 1915, στην οργάνωση κλάδου …   Dictionary of Greek

  • Μποδοσάκης, Αθανασιάδης — (Πόρος Νίγδης, Μικρά Ασία 1891 – Αθήνα 1979). Βιομήχανος. Από μικρή ακόμη ηλικία, άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο και τις βιομηχανικές επενδύσεις στη Μερσίνα και αργότερα στην Κωνσταντινούπολη. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”