λογία — λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λόγιος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λογίᾱ , λογία fem nom/voc/acc dual λογίᾱ , λογία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίᾳ — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογίαι , λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογία — λογία, ἡ (Α) βλ. λογεία … Dictionary of Greek
λόγια — τα (Μ λόγια) 1. λέξεις ή φράσεις, κουβέντες, λόγοι 2. φρ. α) «με δυο λόγια» ή «με λίγα λόγια» κοντολογίς β) «χάνω τα λόγια μου» μάταια προσπαθώ να πείσω νεοελλ. φρ. α) «κακά λόγια» αισχρολογίες, βωμολοχίες β) «καλά λόγια» επαινετικοί λόγοι γ)… … Dictionary of Greek
λόγια — τα πληθ. του ουσ. ο λόγος 1. αυτά που λέει κάποιος, οι κουβέντες: Μου μίλησε με γλυκά λόγια. 2. φρ. «Λόγια παχιά ή λόγια του αέρα», καυχησιολογήματα, αερολογίες· «Είσαι μόνο λόγια», δεν πραγματοποιείς τις υποσχέσεις σου· «Μασάει τα λόγια του»,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
λόγια — λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγιος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίας — λογίᾱς , λόγιος of fem acc pl λογίᾱς , λόγιος of fem gen sg (attic doric aeolic) λογίᾱς , λογία fem acc pl λογίᾱς , λογία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαι — λογίᾱͅ , λόγιος of fem dat sg (attic doric aeolic) λογία fem nom/voc pl λογίᾱͅ , λογία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λογίαν — λογίᾱν , λόγιος of fem acc sg (attic doric aeolic) λογίᾱν , λογία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγι' — λόγια , λόγιον oracle neut nom/voc/acc pl λόγια , λόγιος of neut nom/voc/acc pl λόγιε , λόγιος of masc voc sg λόγιαι , λόγιος of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)