- εὐθυ-ωρία
εὐθυ-ωρία, ἡ, die gerade Richtung, ὅταν τὴν εὐϑυωρίαν εἰς δεξιὰ ἐγκλίνῃ Plat. Rep. IV, 436 e; κατ' εὐϑυωρίαν, direkt, Tim. Locr. 94 b; Arist. rhet. 2, 2 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐθυ-ωρία, ἡ, die gerade Richtung, ὅταν τὴν εὐϑυωρίαν εἰς δεξιὰ ἐγκλίνῃ Plat. Rep. IV, 436 e; κατ' εὐϑυωρίαν, direkt, Tim. Locr. 94 b; Arist. rhet. 2, 2 u. öfter.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οξυώριος — ὀξυώριος, ον (Α) (για κατεργασμένο λίθο) αυτός που έχει οξείες τις γωνίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + ώριος (< ωρος < ὅρος «όριο»), πρβλ. ευθυ ωρία. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek