εὐ-νομία

εὐ-νομία

εὐ-νομία, , 1) gute Gesetze, gesetzliche Ordnung, einmal bei Hom., Odyss. 17, 487 ϑεοὶ ἐπιστρωφῶσι πόληας, ἀνϑρώπων ὕβριν τε καὶ εὐνομίην ἐφορῶντες, Scholl. εὐνομίην: ἅπαξ εἴρηται παρὰ τῷ ποιητῇ; Plat. Soph. 216 b ὕβρεις τε καὶ εὐνομίας τῶν ἀνϑρώπων καϑορᾶν, wie auch H. h. 30, 11 den plur. hat, εὐνομίῃσι πόλιν κάτα κοιρανέουσι. Das Wort νόμος kommt bei Hom. nicht vor, denn Zenodots Lesart Odyss. 1, 3 πολλῶν δ' ἀνϑρώπων ἴδεν ἄστεα καὶ νόμον ἔγνω is. Scholl.) ist ohne Zweifel zu verwerfen; das Wort εὐνομίη leitete Aristarch von εὖ νέμεσϑαι ab, s. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 348. – Pind. εὐν. ἀπόλεμος, der Friede, P. 5, 67, u. personificirt, s. nom. pr.; vgl. καὶ σέο φῶτες πρὸς βαιὸν τόξων εὐνομίην ἄγομεν, wir haben Ruhe vor deinem Bogen, Alph. 3 (Plan. 212). Bes. = die Beobachtung der Gesetze, wie Arist. pol. 4, 8 bemerkt οὐκ ἔστι δὲ εὐνομία τὸ εὖ κεῖσϑαι τοὺς νόμους, μὴ πείϑεσϑαι δέ ff.; Plat. defin. 413 e εὐν. πειϑαρχία νόμων σπουδαίων; vgl. Soph. ϑεῶν ϑέσμι' ἐξήνυσ' εὐνομίᾳ σέβων μεγίστᾳ, Ai. 699; Ar. Av. 1540; – in Prosa, εἶναι ἐν Αἰγύπτῳ πᾶσαν εὐνομίην Her. 2, 124; ὅταν παῖδες εὐνομίαν διὰ τῆς μουσικῆς εἰςδέξωνται Plat. Rep. IV, 425 a; ἐν ταῖς ψυχαῖς Legg. XII, 960 d. – Long. 2, 35 εὐν. μουσική, gute Melodie. – 2) die gute Weide, Philostr. imagg. 2, 2; vgl. Long. 1, 5.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • νομία — νομίᾱ , νόμιος of shepherds fem nom/voc/acc dual νομίᾱ , νόμιος of shepherds fem nom/voc sg (attic doric aeolic) νομίᾱ , νομία lawfulness fem nom/voc/acc dual νομίᾱ , νομία lawfulness fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νομία — Νομίᾱ , Νομίη fem nom/voc/acc dual Νομίᾱ , Νομίη fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομία — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.) στην πρώην επαρχία Οιτύλου του νομού Λακωνίας. * * * νομία, ἡ (Α) [νόμος] νομιμότητα …   Dictionary of Greek

  • νόμια — νόμιος of shepherds neut nom/voc/acc pl νόμιος of shepherds neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίας — νομίᾱς , νόμιος of shepherds fem acc pl νομίᾱς , νόμιος of shepherds fem gen sg (attic doric aeolic) νομίᾱς , νομία lawfulness fem acc pl νομίᾱς , νομία lawfulness fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νομίαν — νομίᾱν , νόμιος of shepherds fem acc sg (attic doric aeolic) νομίᾱν , νομία lawfulness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νομίας — Νομίᾱς , Νομίη fem acc pl Νομίᾱς , Νομίη fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δημητράκος, Δημήτριος — (Νόμια, Λακωνία 1875 – Αθήνα 1966). Εκδότης και συγγραφέας. Ξεκίνησε την επαγγελματική του σταδιοδρομία στο Λαύριο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ο εκδοτικός του οίκος εξελίχτηκε σε έναν από τους πιο σημαντικούς της πόλης. Συνολικά… …   Dictionary of Greek

  • Καλονάρος, Πέτρος — (Νόμια Μάνης 1894 – 1959). Ιστορικός και λαογράφος. Σπούδασε φιλολογία και νομικά στα πανεπιστήμια Νανσί και Εξ της Γαλλίας και όταν επέστρεψε στην Ελλάδα διορίστηκε καθηγητής της μέσης εκπαίδευσης. Από το 1937 διετέλεσε καθηγητής στη Στρατιωτική …   Dictionary of Greek

  • Νομίαν — Νομίᾱν , Νομίη fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιδιονομία — ἰδιονομία, ἡ (Μ) η αυτονομία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο * + νομία (< νομος < νόμος), πρβλ. αγορα νομία, παρα νομία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”