εὐ-δαίμων

εὐ-δαίμων

εὐ-δαίμων, ον, eigtl. der einen guten Dämon hat, der ihn geleitet; beglückt, glückselig, Hes. O. 824 u. Folgde überall; begütert, reich, Pind., ἀνήρ, Κυρήνη, P. 10, 22. 4, 267 (so auch Sp. oft von Städten, namentlich von Athen, Her. 8, 111, in Xen. An. oft πόλις μεγάλη τε καὶ εὐδαίμων); πότμος, βίοτος, Ol. 2, 20 N. 7, 100; Aesch. Κῠρος, ἀνήρ, Pers. 754 Ag. 516 u. öfter; εὐδαίμονες, οἷσι κακῶν ἄγευστος αἰών Soph. Ant. 578; Ἀϑῆναι O. C. 283; ὄλβος O. R. 1197; βίον ἔχειν εὐδαίμονα Eur. I. T. 915; Ἑλλάς, Θησέως χώρα, 1482 Tr. 209; εὐδαίμονα πράσσειν El. 1359; im Ggstz von εὐτυχής, Med. 1230; Ἥρη Ar. Av. 1741, wie ϑεός Plat. Tim. 34 b Phaedr. 247 a; ὅ γε εὖ ζῶν μακάριός τε καὶ εὐδ. Plat. Rep. I, 354 a; οἰκία μεγάλη τε καὶ εὐδ. Prot. 316 b, auf den Besitz gehend; τὸν βίον εὐδαίμονα παρέχειν Phil. 11 d; τῶν πλουσίων τε καὶ εὐδαιμόνων δοκούντων εἶναι Rep. III, 406 c; Her. ὃς ἐκ π ολλῶν καὶ εὐδαιμόνων ἐκπεσὼν εἰς πτωχηΐην ἀπῖκται 3, 14, aus dem Reichthum in Armuth gerathen; Ggstz ἄϑλιος, Plat. Gorg. 471 c, wie Arist. eth. 1, 13; – τὸ εὔδαιμον, das Glück, Thuc. 2, 23. – C. gen., εὐδ. ὁ ἀνὴρ ἐφαίνετο καὶ τοῦ τρόπου καὶ τῶν λόγων Plat. Phaed. 58 e. – Von Thieren, τὰ κτήνη εὐδαίμ ονα ποιεῖν Xen. Cyr. 8, 2, 14. – Adv., εὐδαιμόνως, z. B. πράττειν, Ar. Plut. 802; οἰκεῖν, Plat. Polit. 301 d; ζῆν, oft, u. Folgde; εὐδαιμονέστερον διάγειν, Xen. An. 3, 1, 43.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • δαίμων — god masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμων — ο βλ. δαίμονας …   Dictionary of Greek

  • δαίμων ή δαίμονας — Στην αρχαία ελληνική γλώσσα σήμαινε θεός θεά και γενικά κάθε εξωανθρώπινη ύπαρξη στην οποία αποδιδόταν μία δύναμη που επιδρούσε σε ορισμένες περιστάσεις και σε ορισμένα μέρη. Έτσι, απέδιδαν σε έναν δ. την εμφάνιση μιας δυστυχίας ή μια επιτυχημένη …   Dictionary of Greek

  • Демон — (δαίμων) βообще означает (в классич. литер.) деятеля, обладающего сверхчеловеческой силой, принадлежащего к невидимому миру и имеющего влияние на жизнь и судьбу людей; между δαίμων θ θεός οриблизительно такое же отношение, как между лат. numen и… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • δαιμόνεσσι — δαίμων god masc/fem dat pl (epic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνοιν — δαίμων god masc/fem gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαιμόνων — δαίμων god masc/fem gen pl δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) δαιμονάω to be under the power of a imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαῖμον — δαίμων god masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονα — δαίμων god masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονας — δαίμων god masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δαίμονε — δαίμων god masc/fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”