εὐ-μειδής

εὐ-μειδής

εὐ-μειδής, ές, wohllächelnd, freundlich, καὶ ἵλαος Callim. Dian. 129; καὶ ἤπιος Ap. Rh. 4, 715.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευμειδής — εὐμειδής, ές (Α) αυτός που χαμογελάει με φιλοφροσύνη, ο ευμενής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + μειδής (< μειδιώ), πρβλ. φιλο μειδής)] …   Dictionary of Greek

  • μειλιχομειδής — μειλιχομειδής, ές (ΑM) αυτός που χαμογελά με μειλίχιο, γλυκό τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μείλιχος + μειδής (< μειδιώ), πρβλ. φιλο μειδής] …   Dictionary of Greek

  • φιλομειδής — ές, ΝΑ, και ποιητ. τ. φιλομμειδής και φιλομηδής και φιλομμηδής, ές, Α 1. αυτός που τού αρέσει να χαμογελά 2. προσωνυμία τής Αφροδίτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + (μ)μειδής (< * σμειδής < μειδιῶ* «χαμογελώ»), πρβλ. μειλιχο μειδής. Ωστόσο,… …   Dictionary of Greek

  • αειμειδής — ές αυτός που διαρκώς χαμογελάει, φιλομειδής, γελαστός. [ΕΤΥΜΟΛ. Όπως και το φιλο μειδής, είναι δυνατό να παράγεται ή απευθείας από το μειδιώ ή από το μεῖδος (= γέλως), που σώζεται μόνο στον Ησύχιο] …   Dictionary of Greek

  • μειδιώ — (ΑM μειδιῶ, άω) 1. γελώ μόνο με σύσπαση τών χειλιών μου χωρίς ήχο γέλιου, χαμογελώ 2. μτφ. έχω ευχάριστη ή χαρούμενη όψη ή έχω διάθεση ευνοϊκή απέναντι σε κάποιον («η τύχη άρχισε να μού μειδιά») νεοελλ. χαμογελώ ειρωνικά («μόλις διάβασε το γράμμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”