εὐ-κῑνητος

εὐ-κῑνητος

εὐ-κῑνητος, sich leicht bewegend, behend, Plat. Tim. 58 e ff.; τὸ ἔχον ὀλιγίστας βάσεις εὐκινητότατον ἀνάγκη πεφυκέναι ib. 56 a; τὸ λουτρὸν τοὺς σκληροὺς εὐκινήτους ποιεῖ Arist. probl. 3, 16; Pol. u. a. Sp. Auch auf den Geist übertr., gewandt, leicht begreifend, Ggstz βραδύς, Arist. H. A. 1, 8; πρὸς ὀργήν, leicht zum Zorn zu reizen, rhet. 2, 2; τὸ τῆς γνώμης εὐκίνητον, Veränderlichkeit, Hdn. 7, 7, 2; – λόγος, leicht zu widerlegen, Arist. Met. 1, 7.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κινητός — moving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητός — ή, ό (ΑΜ κινητός, ή, όν Α θηλ. και ός) [κινώ] 1. αυτός τον οποίο μπορεί να κινήσει κάποιος, αυτός που μπορεί να μετακινηθεί ή αυτός που μετακινείται (α. «πολλά ακίνητα δεν έχει, η κινητή του όμως περιουσία, και ειδικά η συλλογή του, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κινητός — ή, ό 1. αυτός που μπορεί να μετακινηθεί, αυτός που μπορεί κάποιος να τον μετακινήσει: Χρησιμοποιεί κινητή γέφυρα. 2. «κινητές γιορτές», οι γιορτές που δε γιορτάζονται την (ίδια ημερομηνία κάθε χρόνο. 3. το ουδ. πληθ., τα κινητά ως ουσ., σημαίνει… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κινητόν — κινητός moving masc acc sg κινητός moving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοῖς — κινητός moving masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητοί — κινητός moving masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητούς — κινητός moving masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῆς — κινητός moving fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητή — κινητός moving fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῶς — κινητός moving adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κινητῷ — κινητός moving masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”