πυρωτός

πυρωτός

πυρωτός, feurig; καὶ λαμπρός, Plut. de Pyth. or. 21; τευϑὶς μεταλλάξασα λευκαυγῆ φύσιν σαρκὸς πυρωτοῖς ἀνϑράκων ῥαπίσμασιν, Antiphan. bei Ath. XIV, 623 b.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πυρωτός — fiery masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρωτός — ή, όν, Α [πυρῶ, όω] 1. διάπυρος, φλογερός 2. προσωνυμία τού πλανήτη Άρη …   Dictionary of Greek

  • πυρωτόν — πυρωτός fiery masc acc sg πυρωτός fiery neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρωτοῖς — πυρωτός fiery masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πυρωτούς — πυρωτός fiery masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημιπύρωτος — ἡμιπύρωτος, ον (Α) ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ πύρωτος, α πύρωτος] …   Dictionary of Greek

  • πυρωτά — πυρωτά̱ , πυρωτής one who works with fire masc nom/voc/acc dual πυρωτής one who works with fire masc voc sg πυρωτής one who works with fire masc nom sg (epic) πυρωτός fiery neut nom/voc/acc pl πυρωτά̱ , πυρωτός fiery fem nom/voc/acc dual πυρωτά̱ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευεκπύρωτος — εὐεκπύρωτος, ον (ΑΜ) αυτός που θερμαίνεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + εκ πυρωτός (< εκ πυρώ)] …   Dictionary of Greek

  • ευπύρωτος — εὐπύρωτος, ον (Α) εύκαυστος («πεύκη... εὐπύρωτος», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πυρωτός] …   Dictionary of Greek

  • στέφανος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ο πρώτος και πιο γνωστός από τους επτά διακόνους, που είχαν εκλεχτεί για να υπηρετούν τις Αγάπες της πρώτης Εκκλησίας, στην Ιερουσαλήμ. Διακρινόταν για τη μεγάλη του χριστιανική δράση, αλλά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”