πυρσο-βόλος

πυρσο-βόλος

πυρσο-βόλος, Feuerstrahlen werfend; ἀκτῖνες, Strat. 38 (XII, 196); Maneth. 4, 438.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κεγχροβόλοι — κεγχροβόλοι, οἱ (Α) (κωμική λέξη στον Λουκιανό) αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκο βόλος, πυρσο βόλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”