εὐ-όργητος

εὐ-όργητος

εὐ-όργητος, 11 von guter Sinnesart, wohlgesinnt, τοῖς κόλαξι Eubul. bei Ath. VI, 260 d. – 2) leicht in Zorn zu bringen, Ggstz πρᾶος, Plut. defect. orac. 7; vgl. Valcken. zu Eur. Hipp. p. 276. – Adv., εὐοργήτως τινὶ ὁμιλήσας, im Ggstz von ὀργισϑείς, leidenschaftslos, Thuc. 1, 122.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ευόργητος — η, ο (Α εὐόργητος, ον) αυτός που οργίζεται εύκολα, ο οξύθυμος («εὐόργητος γάρ ἐστι καὶ οὐ πρᾱος») αρχ. 1. αυτός που φέρεται με πραότητα, ο ήρεμος («εὐόργητος πρὸς τὸ πρέπον», Γοργ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐόργητον η ευοργησία, η πραότητα. επίρρ …   Dictionary of Greek

  • θεόργητος — θεόργητος, ον (Α) θεομανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + όργητος (< οργος < οργή κατά τα άνοος > ανόητος, πρβλ. βαρυ όργητος, δυσ όργητος] …   Dictionary of Greek

  • αόργητος — ἀόργητος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει οργή, που δεν μπορεί να οργιστεί 2. όποιος συγκρατεί την οργή του, ψύχραιμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + οργητος, εκτεταμένος τ. του οργος (< οργή), κατά το άνοος ανόητος (πρβλ. δυσόργητος κ.λπ.)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”