εὐωχία

εὐωχία

εὐωχία, , das Wohlleben, Fröhlichkeit, bes. beim Schmause, Plut. de cupid. divit. E.; Ath. VIII, 363 b erkl. οὐκ ἀπὸ τῆς ὀχῆς, ἥ ἐστι τροφή, ἀλλ' ἀπὸ τοῦ κατὰ ταῦτα εὖ ἔχειν; gew. der Schmaus, Ar. Ach. 1009 u. öfter; Plat. Conv. 203 b, der auch περὶ πότους τε καὶ εὐωχίας vrbdt, Rep. I, 329 a; Folgde; πρὸς μέϑας καί τινας ἄλλας τοιαύτας εὐωχίας τραπείς Pol. 2, 4, 6; aber 3, 92, 9 entspricht es der δαψίλεια ἐπιτηδείων, also allgemeiner: Mundvorrath.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • εὐωχία — εὐωχίᾱ , εὐωχία good cheer fem nom/voc/acc dual εὐωχίᾱ , εὐωχία good cheer fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχίᾳ — εὐωχίαι , εὐωχία good cheer fem nom/voc pl εὐωχίᾱͅ , εὐωχία good cheer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευωχία — η (ΑΜ εὐωχία) [ευωχούμαι] 1. ευθυμία σε συμπόσιο 2. συμπόσιο, πανδαισία, γλέντι, φαγοπότι μσν. χαρούμενη πανήγυρη, εορτή αρχ. αφθονία τροφίμων …   Dictionary of Greek

  • ευωχία — η πλούσιο γεύμα, φαγοπότι, ξεφάντωμα, γλέντι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐωχίας — εὐωχίᾱς , εὐωχία good cheer fem acc pl εὐωχίᾱς , εὐωχία good cheer fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχίαι — εὐωχία good cheer fem nom/voc pl εὐωχίᾱͅ , εὐωχία good cheer fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχίαν — εὐωχίᾱν , εὐωχία good cheer fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχιῶν — εὐωχία good cheer fem gen pl εὐωχιάζω fut part act masc voc sg εὐωχιάζω fut part act neut nom/voc/acc sg εὐωχιάζω fut part act masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχίαις — εὐωχία good cheer fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐωχίης — εὐωχία good cheer fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατευωχούμαι — κατευωχούμαι, έομαι (Α) (επιτ. τ. τού ευωχούμαι) 1. συμμετέχω σε ευωχία, ευθυμώ, διασκεδάζω («οἶνον δὲ γινόμενον ταχὺ ἀναλίσκουσι κατευωχούμενοι μετὰ τῶν συγγενῶν», Στράβ.) 2. μτγν. ενεργ. κατευωχῶ, έω παρέχω ευωχία, φιλεύω κάποιον, ψυχαγωγώ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”