εὐ-χαριστήριος

εὐ-χαριστήριος

εὐ-χαριστήριος, zum Danke gehörig; ϑυσίας εὐχαριστηρίους τοῖς ϑεοῖς ἀποδούς, Dankopfer, Dion. Hal. 10, 17; a. Sp., wie τοῖς ϑεοῖς ἔϑυεν εὐχαριστήρια Pol. 5, 14, 8; Geschenke, um seine Dankbarkeit zu bezeugen, Phalar. ep. 108.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • χαριστήριος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… …   Dictionary of Greek

  • χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προχαριστήρια — τὰ, Α γιορτή ευχαριστιών προς την Αθηνά κατά την έναρξη τού αθηναϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαριστήριος (< χαρίζω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”