χαριστήριος — of masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριος — ον, Α 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει σε έκφραση ευχαριστίας, ευχαριστήριος («θυσίας χαριστηρίους τοῖς θεοῖς ποιεῖσθαι», Δίον. Αλ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ χαριστήριον ευχαριστήρια προσφορά 3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαριστήρια… … Dictionary of Greek
χαριστηρίως — χαριστήριος of adverbial χαριστήριος of masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριον — χαριστήριος of masc/fem acc sg χαριστήριος of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίοις — χαριστήριος of masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίου — χαριστήριος of masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίους — χαριστήριος of masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστηρίων — χαριστήριος of masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήρια — χαριστήριος of neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαριστήριοι — χαριστήριος of masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προχαριστήρια — τὰ, Α γιορτή ευχαριστιών προς την Αθηνά κατά την έναρξη τού αθηναϊκού έτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + χαριστήριος (< χαρίζω)] … Dictionary of Greek