εὐ-φυής

εὐ-φυής

εὐ-φυής, ές, von schönem Wuchs, schön gewachsen, πτελέη Il. 21, 243, μηροί 4, 167; δέρη, schlank, Eur. I. A. 516; πρόςωπον, edel, Med. 1198; χορείας εὐφ. βάσις Ar. Th. 968; schön, ὀδόντες Alexis bei Ath. XIII, 568 c; μαζοί Sosip. 3 (V, 56), a. sp. D.; auch in Prosa, ὁπλαί Xen. Equ. 4, 3; μηροί Luc. Amor. 26. – Gewöhnlich übertr. von guten Naturanlagen, von Menschen, doch auch von Hunden, Xen. Mem. 4, 1, 3; Arist. H. A. 9, 1; vom Orte, geeignet, Pol. 1, 30, 15; Plut. Sull. 20; καιρὸς εὐφ. πρὸς τὴν σωτηρίαν Pol. 1, 19, 12; tauglich, καὶ ἱκανός Plat. Rep. II, 365 a; oft absolut, talentvoll, πρός τι, Plat. Rep. V, 455 b; πρὸς τέχνας εὐφυέστατος Isocr. 4, 33; πρὸς ἀρετήν Plut. Sol. 29; εἰς τὸ φυγεῖν τὸ κακόν, εἰς αὔλησιν, Plat. Prot. 327 c Legg. V, 728 c; mit dem inf., ἄνδρα λἔγειν μὲν εὐφυᾶ, τὰ δὲ κατὰ πόλεμον λαμπρόν Aesch. 1, 181; allgem., mit dem acc. der näheren Bestimmung, εὐφυεῖς τὰ σώματα καὶ τὰς ψυχάς, Plat. Rep. III, 409 e, wie τὴν γνώμην Isocr. 9, 41; bes. ein witziger Mensch, von den Alten πανοῦργος καὶ σκώπτης erkl., vgl. Valcken zu Ammon. u. Isocr. 7, 49 καὶ τοὺς εὐτραπέλους καὶ σκώπτειν δυναμένους, οὓς νῦν εὐφυεῖς προςαγορεύουσιν, wie er 15, 284, τοὺς βωμολοχευομένους καὶ σκώπτειν καὶ μιμεῖσϑαι δυναμένους εὐφυεῖς καλοῦσι, hinzusetzt προςῆκον της προςηγορίας ταύτης τυγχάνειν τοὺς ἄριστα πρὸς ἀρετὴν πεφυκότας, ähnlich wie auch "geistreich" oft gemißbraucht wird; so Plut. Dem. 25, wie Theopomp. bei Ath. VI, 260 c οἱ εὐφυεῖς καλούμενοι καὶ οἱ τὰ γέλοια λέγοντες vrbdt. – Adv. εὐφυῶς, talentvoll, geistreich, ἰχνεύειν τὴν τοῦ καλοῦ φύσιν Plat. Rep. III, 401 c; oft bei Sp.; εὐφυῶς ἔχειν τὰ παρόντα, geeignet sein, Pol. 1, 11, 7; εὐφυῶς κείμενοι τόποι 2, 3, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • φυῆς — φυή growth fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Φύης — Φύη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φύης — φύω bring forth aor opt act 2nd sg φύω bring forth aor ind pass 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εριφυής — ἐριφυής, ές (Μ) πολύβλαστος («ἐριφυὴς κριθὴ», Μιχ. Ακομ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι + φυής (< φύω), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. αυτο φυής, ευ φυής)] …   Dictionary of Greek

  • ευθυφυής — εὐθυφυής, ές (Α) αυτός που φύεται ή βλαστάνει κατευθείαν, χωρίς κλίση ή καμπυλότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + φυής (< πιθ. *φύος, το < φύομαι), πρβλ. αυτο φυής, ιδιο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ευρυφυής — εὐρυφυής, ές (Α) (για το κριθάρι) αυτός που φύεται σε πλάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ * + φυής (< ουσ. φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • ημιφυής — ἡμιφυής, ές (Α) (για φυτά) αυτός που έχει φυτρώσει ή αναπτυχθεί λίγο, ο μισοφυτρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + φυης (< φύος), πρβλ. δı φυής, ευ φυής] …   Dictionary of Greek

  • ιδιοφυής — ές (Α ἰδιοφυής, ές) νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη ικανότητα για εξαιρετική επίδοση σε κάτι αρχ. 1. αυτός που έχει δική του, ξεχωριστή ποιότητα («ἰδιοφυεῑς σάλπιγγες», Διόδ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Τὰ ἰδιοφυῆ τίτλος έργου τού Αρχελάου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • ινδοφυής — ἰνδοφυής, ές (Μ) αυτός που φύεται στην Ινδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ἰνδός + φυής (< φύος, το), πρβλ. ιδιο φυής, μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ιπποφυής — ἱπποφυής, ές (Μ) αυτός που έχει φύση ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φυής (< φυή ή φύος < φύομαι), πρβλ. ανθρωπο φυής, ορνιθο φυής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”