πτῶμα

πτῶμα

πτῶμα, τό, der Fall, Sturz; πτώμασιν αἱματίσαι πέδον γᾶς, Aesch. Suppl. 648; πεσεῖν ἀτίμως πτώματ' οὐκ ἀνασχετά, Prom. 921; dah. Unglück, πότερα δόμοισι πτῶμα προςκυρεῖ νέον, Ch. 13; πίπτουσι βροτῶν χοἰ πολλὰ δεινοὶ πτώματ' αἰσχρά, Ant. 1033; Eur. oft, πτῶμα ϑανάσιμον El. 686, τὰ ϑεῶν πτώματα, Unfall von den Göttern geschickt, Herc. Fur. 1228; u. in Prosa: οὐκ ἂν ἔπεσε τότε τὸ τοιοῦτον πτῶμα, Plat. Lach. 181 d; τὰ τῶν κεραυνῶν πτώματα, Tim. 86 c, u. öfter; auch der Leichnam, Pol. 15, 14, 2; πρὸς τῇ πόλει πτωμάτων γενομένων, nach der Niederlage, nachdem Viele gefallen waren, 33, 12, 7; vgl. Plut. Alex. 23. Auch πτώματ' ἐλαῶν, abgefallene Oliven, Lys. bei Harpocr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • πτῶμα — fall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτώμα — το / πτῶμα, ΝΜΑ το ανθρώπινο σώμα μετά την επέλευση τού θανάτου (α. «οι δρόμοι είχαν γεμίσει πτώματα» β. «ὅπου γὰρ ἐὰν ᾖ τὸ πτῶμα, ἐκεῑ συναχθήσονται οἱ ἀετοί», Π. Δ. γ. «Ἑλένης πτῶμ , ἰδὼν ἐν αἵματι» Ευρ.) νεοελλ. μτφ. άνθρωπος εξαντλημένος… …   Dictionary of Greek

  • πτώμα — το, ατος 1. το νεκρό σώμα ανθρώπου ή ζώου, αλλ. κουφάρι, ψοφίμι: Το πτώμα βρισκόταν σε αποσύνθεση. 2. για ανθρώπους ζωντανούς, ο πολύ εξαντλημένος, ο κουρασμένος σωματικά ή ψυχικά: Είμαι πτώμα από την κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Птомаины — (Πτώμα труп) представляют ядовитые азотистые продукты распада животных тканей под влиянием действия на них различных микроорганизмов. Этот распад совершается, конечно, особенно деятельно после смерти в трупах, и поэтому под П. разумелись… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • μουμιοποίηση — Μέθοδος η οποία αποβλέπει στη συντήρηση του σώματος του νεκρού και η οποία χρησιμοποιήθηκε από πολλούς λαούς, αρχαίους και σύγχρονους. Η μ. μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους με τη θερμότητα (αποξήρανση του πτώματος με τον καπνό ή την έκθεση στην …   Dictionary of Greek

  • падениѥ — ПАДЕНИ|Ѥ (164), ˫А с. 1. Действие по гл. пасти1 в 1 знач.: и въ злоѥ падениѥ падесѧ, и всѧ телесна˫а ѹдеса ѥго раслабиша(с), и недѹгъ толма провлече (πτώματι) ГА XIV1, 130б; не посмѣисѧ паде(н)ю ближнѧго. (πτῶμα) ГБ к. XIV, 80г; Не посмѣхаисѧ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • Όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • ταρίχευση — Επεξεργασία που σκοπό έχει να εμποδίσει την αποσύνθεση των πτωμάτων. Πολύ διαδεδομένη κατά την αρχαιότητα στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις, συνδέεται συνήθως με την πίστη στην αθανασία της ψυχής· ανταποκρίνεται πράγματι στην αντίληψη, ότι η ψυχή… …   Dictionary of Greek

  • όσιρις — Αιγυπτιακή θεότητα, η λατρεία της οποίας απέκτησε σημασία κυρίως από τα τέλη του Αρχαίου Βασιλείου. Η προέλευση της όμως είναι πολύ πιο αρχαία: ανάγεται σε ένα τυπικό ον των μυθολογιών που διαμορφώθηκαν στο περιβάλλον πρωτόγονων καλλιεργητών. Οι… …   Dictionary of Greek

  • Ηριγόνη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του Ικάρου ή Ικαρίου, επωνύμου του αττικού δήμου Ικαρίας, κοντά στην Πεντέλη. Ο Ίκαρος είχε φιλοξενήσει τον Διόνυσο και εκείνος του χάρισε τον βότρυ και το κλήμα. Ο Ίκαρος καλλιέργησε το αμπέλι και αφού ετοίμασε… …   Dictionary of Greek

  • Σκλάβος, Ιωάννης — Αγωνιστής, ο οποίος καταγόταν από την Κεφαλονιά. Το πλήρες όνομά του είναι Σ. Ιωάννης Μαρής Νικόλαος. Κατά την έναρξη της Επανάστασης βρισκόταν με την γολέτα του «Άγιος Νικόλαος» στο Καράκιοϊ της Κωνσταντινούπολης, ταξιδεύοντας προς την Οδησσό.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”