εὐ-τρόχαλος

εὐ-τρόχαλος

εὐ-τρόχαλος, gut-, schnelllaufend, ποταμός Opp. Cyn. 2, 131; μελίσση Agath. 43 (VI, 36); φωνή Christod. ecphr. 20, wie ἀοιδή Ap. Rh. 4, 907; ἅμαξα 1, 845, wie ἀπήνη Nonn. D. 14, 252. – Bei Hes. O. 597. 804 wird ἐϋτρόχαλος ἀλωή (auch v. l. in Il. 20, 496) entweder die ebene Tenne, über die man leicht hinläuft, oder besser die wohlgerundete erklärt, wie σφαῖρα Ap. Rh. 3, 135, κύκλοι Man. 2, 130.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τροχαλός — running masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρόχαλος — ο, Ν σωρός από τρόχαλα, σωρός από λιθάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τροχαλός με αναβιβασμό τού τόνου. Η σημ. τής λ. διαμορφώθηκε κατ επίδραση τού τ. τρόχμαλος] …   Dictionary of Greek

  • τροχαλός — ή, όν, ΜΑ κυρτός, κεκαμμένος αρχ. 1. αυτός που τρέχει («ἲς ἀνέμου Βορέου τροχαλὸν δὲ γέροντα τίθησι», Ησίοδ.) 2. αυτός που περιστρέφεται γρήγορα 3. στρογγυλός, κυκλικός. επίρρ... τροχαλώς / τροχαλῶς, ΝΜ νεοελλ. (μόνον στη φρ.) «πάρες τροχαλώς»… …   Dictionary of Greek

  • τρόχαλος — ο σωρός από τρόχαλα, από πέτρες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τροχαλά — τροχαλός running neut nom/voc/acc pl τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc/acc dual τροχαλά̱ , τροχαλός running fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλόν — τροχαλός running masc acc sg τροχαλός running neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλαί — τροχαλός running fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖο — τροχαλός running masc/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖς — τροχαλός running masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοῖσιν — τροχαλός running masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τροχαλοί — τροχαλός running masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”