- πρόϊος
πρόϊος, = πρόϊμος, VLL.; Suid. erwähnt auch προϊαίτατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρόϊος, = πρόϊμος, VLL.; Suid. erwähnt auch προϊαίτατος.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προϊός — ο, Ν βιολ. α) το στάδιο ανάπτυξης ενός ιού όταν αυτός ενσωματώνεται σε ένα χρωματόσωμα τού κυττάρου ξενιστή και μεταβιβάζεται έτσι από το γονικό στο θυγατρικό κύτταρο β) αντίγραφο τού ριβονουκλεϊκού οξέος ενός ογκογόνου ιού στο… … Dictionary of Greek