- εὐ-συλ-λόγιστος
εὐ-συλ-λόγιστος, leicht zu schließen, zu errathen, τἀληϑῆ εὐσυλλογιστότερα καὶ πιϑανώτερα Arist. Rhet. 1, 1, 5; αἰτία Plut. Oth. 14; ἐκ τούτων εὐσυλλόγιστον Pol. 12, 18, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-συλ-λόγιστος, leicht zu schließen, zu errathen, τἀληϑῆ εὐσυλλογιστότερα καὶ πιϑανώτερα Arist. Rhet. 1, 1, 5; αἰτία Plut. Oth. 14; ἐκ τούτων εὐσυλλόγιστον Pol. 12, 18, 8.
http://www.zeno.org/Pape-1880.