- εὐ-στρεφής
εὐ-στρεφής, ές, ep. ἐϋστρεφής, = Vor., νευρή Il. 15, 463; λύγοι Od. 9, 427; ὅπλον, Tau, 14, 346; πεῖσμα 10, 167; ἔντερον οἰός, Darmsaite, 21, 408; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 151 Ap. Rh. 1, 368.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-στρεφής, ές, ep. ἐϋστρεφής, = Vor., νευρή Il. 15, 463; λύγοι Od. 9, 427; ὅπλον, Tau, 14, 346; πεῖσμα 10, 167; ἔντερον οἰός, Darmsaite, 21, 408; sp. D., wie Opp. Cyn. 1, 151 Ap. Rh. 1, 368.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
στρέφῃς — στρέφω Aër. pres subj act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εϋστρεφής — ἐϋστρεφής, ές (Α) 1. (για χορδή τόξου ή λύρας) ο στριμμένος καλά («ἐϋστρεφέα νευρήν», Ομ. Ιλ.) 2. καλοσχηματισμένος, αρμονικός («ἐϋστρεφεῑς ὦμοι»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής, επι στρεφής] … Dictionary of Greek
στρέφος — τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά τού αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. *στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε στρεφής (πρβλ. ἀμφι… … Dictionary of Greek
ταχυστρεφής — ές, Μ αυτός που στρέφεται εύκολα, εύστροφος («καλὸν δὲ οὐδὲν ἧττον καὶ γλῶσσα γοργὴ καὶ ταχυστρεφής», Πρόδρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + στρεφής (< στρέφομαι μέσω ενός αμάρτυρου ουδ. *στρεφής), πρβλ. ἀμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
εσωστρεφής — ές αυτός τού οποίου τα ενδιαφέροντα και οι συγκινήσεις στρέφονται προς τον εσωτερικό του κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσω + στρεφής (< στρέφω) πρβλ. εξω στρεφής] … Dictionary of Greek
πολυστρεφής — ές, Α 1. αυτός που έχει πολλές στροφές, πολλές καμπές («πολυστρεφής ποταμός», επιγρ.) 2. πολύ συνεστραμμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ * + στρεφής (< *στρέφος < στρέφω), πρβλ. αμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
ταπεινοστρεφής — ές, Μ (για αστέρα) αυτός που περιστρέφεται διαγράφοντας χαμηλούς κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταπεινός + στρεφής (πιθ. < αμάρτυρο *στρέφος < στρέφω), πρβλ. ἀμφι στρεφής] … Dictionary of Greek
αειστρεφής — ἀειστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που διαρκώς στρέφεται, κινείται 2. (ειδ. για την ψυχή) ανήσυχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + στρεφὴς < στρέφω] … Dictionary of Greek
αμφιστρεφής — ἀμφιστρεφής, ές (Α) αυτός που στρέφεται προς όλες τις κατευθύνσεις (λέγεται για τα τρία κεφάλια τού δράκοντα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + στρεφὴς < *στρέφος < στρέφω] … Dictionary of Greek
επιστρεφής — ἐπιστρεφής, ές (Α) 1. αυτός που στρέφει τον νου ή τα μάτια του κάπου, άγρυπνος, προσεκτικός («ἐπιστρεφὴς ῥήτωρ»(Ξεν.) 2. ακριβής, αυστηρός («ἐπιστρεφεστέρας... καταγραφάς», «ἐπιστρεφής ἀρχή») 3. ευλύγιστος 4. (για τραγούδι αηδονιού) ποικίλος 5.… … Dictionary of Greek