- εὐ-παρ-αίτητος
εὐ-παρ-αίτητος, leicht zu erbitten, zu versöhnen; Plut. Phoc. 29; καὶ πρᾷος τοῖς ἁμαρτάνουσι Dio 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
εὐ-παρ-αίτητος, leicht zu erbitten, zu versöhnen; Plut. Phoc. 29; καὶ πρᾷος τοῖς ἁμαρτάνουσι Dio 47.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ευπαραίτητος — εὐπαραίτητος, ον (Α) 1. ευδιάλλακτος, ευεξιλέωτος 2. αυτός που διατίθεται εύκολα 3. αυτός που παρέχει βάσιμη δικαιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρ αιτητός (< παρ αιτούμαι)] … Dictionary of Greek
αιτώ — ( έω) (Α αἰτῶ) 1. ζητώ να πάρω κάτι, γυρεύω, παρακαλώ 2. (παθ. για πράγματα) ζητούμαι* νεοελλ. διατυπώνω, υποβάλω αίτηση γραπτή ή προφορική αρχ. Ι. ενεργ. 1. προβάλλω την αξίωση, απαιτώ κάτι 2. ζητώ από κάποιον να κάνει κάτι 3. επιθυμώ, ποθώ 4.… … Dictionary of Greek