καῦσος

καῦσος

καῦσος, , auch τὸ καῦσος, Procl., brennende Hitze, Sp.; Fieberhitze, Hippocr. u. a. Medic.; καύσῳ πυρέττειν Arist. metaph. 1, 1. – Eine Schlange, sonst διψάς genannt, deren Biß heftigen Durst erregte, Nic. Th. 338. – Verbranntes Erdreich, Hesych.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καῦσος — causus masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καύσος — Επώδυνη αίσθηση καψίματος στο στήθος, ακριβώς κάτω από το στέρνο. Συνήθως παρουσιάζεται ύστερα από κατανάλωση υπερβολικής ποσότητας φαγητού, τροφών με καρυκεύματα ή αλκοολούχων ποτών. Οφείλεται στον ερεθισμό του οισοφάγου λόγω αναγωγής του… …   Dictionary of Greek

  • καῦσοι — καῦσος causus masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καίω — και καίγω και κάβω και κάβγω (AM καίω, Α και αττ. τ. κάω) 1. βάζω φωτιά σε κάτι, καταστρέφω κάτι με φωτιά, αποτεφρώνω, απανθρακώνω («καίω ξύλα») 2. εκπέμπω μεγάλη θερμοκρασία («σήμερα καίει πολύ ο ήλιος») 3. πυρπολώ («οι μπουρλοτιέρηδες έκαψαν… …   Dictionary of Greek

  • καύσωνας — ο (ΑΜ καύσων, ωνος, Μ και καύσωνας) [καύσος] υπερβολική θερμότητα τής ατμόσφαιρας, ανυπόφορη ζέστη, κάψα, λάβρα, λιοπύρι (α. «πέθαναν πολλά άτομα από τον καύσωνα» β. «ὁ καύσων ἦλθεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν αὐτοῡ, καὶ ἔπεσεν ἐπὶ τὴν κλίνην», ΠΔ) μσν. μτφ …   Dictionary of Greek

  • καύσω — καίω kindle aor subj act 1st sg καίω kindle fut ind act 1st sg καίω kindle aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) καύ̱σω , καῦσος causus masc nom/voc/acc dual καύ̱σω , καῦσος causus masc gen sg (doric aeolic) καυσόω heat pres imperat act 2nd sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • causón — ► sustantivo masculino MEDICINA Fiebre intensa y de corta duración que no tiene consecuencias. * * * causón (del lat. «causon, ōnis», del gr. «kaûsos», ardor) m. *Fiebre fuerte, pasajera y sin consecuencias. * * * causón. (Del lat. causon, ōnis,… …   Enciclopedia Universal

  • καυσία — καυσία, ἡ (Α) [καύσος] ελαφρό, λευκό, πλατύγυρο κάλυμμα τού κεφαλιού που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τον ήλιο («κρηπῑσι καὶ χλαμύδι καὶ καυσίᾳ διαδηματοφόρῳ κεκοσμημένον», Πλούτ.) …   Dictionary of Greek

  • καυσώ — καυσῶ, όω (Α) [καύσος] 1. θερμαίνω 2. παθ. καυσοῡμαι, όομαι α) καίγομαι με πολύ μεγάλη θερμότητα («στοιχεῑα δὲ καυσούμενα λυθήσονται», ΚΔ) β) υποφέρω από τον διαλείποντα πυρετό καύσο* …   Dictionary of Greek

  • καυσώδης — καυσώδης, ῶδες (ΑΜ) [καύσος] αυτός που επιφέρει καύσο, θερμότητα, πολύ ζεστός, καυματώδης («σκληρά καὶ καυσώδεα ὕδατα», Ιπποκρ.) αρχ. 1. αυτός που υποφέρει από καύσωνα, ξερός («καυσώδης καὶ ξηρὰ γῆ», Θεόφρ.) 2. αστρολ. (για τα ζώδια) αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • καῦσον — καίω kindle aor imperat act 2nd sg καίω kindle fut part act masc voc sg καίω kindle fut part act neut nom/voc/acc sg καῦσος causus masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”