κνῑπία

κνῑπία

κνῑπία, ἡ, = κνιπεία, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κνιπία — κνιπία, ἡ (Μ) έλλειψη τροφίμων, λιμός («ἐγένετο δὲ ἐν τῷ χρόνω τούτῳ θανατικόν καὶ κνιπία παντὸς εἴδους», Θεοφάν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με το κνιπός*] …   Dictionary of Greek

  • κνιπεία — κνιπεία, ή (AM) [κνιπεύω] μσν. κνιπία*. αρχ. φιλαργυρία, τσιγκουνιά …   Dictionary of Greek

  • σκνιπία — ἡ, Μ έλλειψη, ανεπάρκεια, στέρηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. κνιπία* «έλλειψη τροφίμων» με προθετικό σ ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”