καὶ εἰ

καὶ εἰ

καὶ εἰ, u. mit der Krasis κεἰ, auch wenn, sogar dann wenn, gesetzt auch daß, wobei es dahingestellt bleibt, ob die Annahme wirklich eintritt, das Angenommene wirklich vorhanden ist od. nicht, während durch εἰ καί das wirkliche Vorhandensein desselben angedeutet wird; das καί bezieht sich also hier nur auf die Bedingung; οἵ μιν ἐλόωσικαὶ εἰ μάλα καρτερός ἐστιν, Il. 13, 315. 15, 51; – c. conj., οἷσί περ ἀνὴρ πέποιϑε, καὶ εἰ μέγα νεῖκος ὄρηται Od. 16, 98, wie καὶ εἴ κε Il. 15, 351; – c. optat., Il. 4, 347 Od. 22, 13; – κεἰ μὴ πέποιϑα, τοὖργόν ἐστ' ἐργαστέον Aesch. Ch. 296; Soph. u. A.; ὁδοποιήσειεν ἂν αὐτοῖς καὶ εἰ σὺν τεϑρίπποις βούλοιντο ἀπιέναι Xen. An. 3, 2, 24. Vgl. Herm. ad. Viger. p. 832.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • και — κι 1. σύνδ. συμπλεκτικός που ενώνει κατά παράταξη δύο λέξεις ή δύο φράσεις ή δύο προτάσεις: Ο Μανόλης με τα λόγια, χτίζει ανώγια και κατώγια. 2. ως προσθετικός σύνδ. σημαίνει «επίσης»: Σημαίνει κι η Αγια Σοφιά. 3. ως επιδοτικός σημαίνει «ακόμη… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • και δη — και / καὶ δή, καὶ δὴ καί (Α) βλ. δη …   Dictionary of Greek

  • και δε — καὶ δέ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ει — καὶ εὶ, κατά κράση κεἰ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και νυ κε(ν) — καὶ νὺ κε(ν) (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και ρα — καὶ ῤά (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • καί — and indeclform (conj) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • και — γε καί... γε (Α) βλ. και (Ι). (I) ή κι πριν από φωνήεν ή δίφθογγο (AM καί, με κράση πριν από λέξη που αρχίζει από φωνήεν ή δίφθογγο: «χοί» καὶ οἱ, «κἀγώ» καὶ ἐγώ) (σύνδ.) 1. συμπλεκτικός, συνδέει κατά παράταξη δύο ή περισσότερες έννοιες, λέξεις,… …   Dictionary of Greek

  • Καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. — καὶ χειρὶ καὶ ποδὶ βοηθεῖ. См. Руками и ногами упираться …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • και γαρ — καὶ γάρ (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

  • και μην — καὶ μήν (Α) βλ. και (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”