πτηνό-πους

πτηνό-πους

πτηνό-πους, ποδος, mit beflügelten Füßen, schnellfüßig, Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ημιπόδιος — ο (Α ἡμιπόδιος) νεοελλ. ζωολ. πτηνό τής τάξης των γερανόμορφων αρχ. το ημιπόδιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. με την αρχ. σημ. < ημι * + πόδιον (< πους, ποδός), ενώ η λ. με τη νεοελλ. σημ. είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. hemipode < νεολατιν.… …   Dictionary of Greek

  • ιμαντόπους — (Ηimantopus himantopus). Επιστημονική ονομασία πτηνού της οικογένειας των ανωραμφιδών, της τάξης των χαραδριομόρφων. Οι κοινές ονομασίες του είναι καλαμοκανάς και αδραχτάς. Είναι διαδεδομένο στην κεντρική Ευρώπη, στις παραμεσόγειες περιοχές και… …   Dictionary of Greek

  • πυγόπους — (κόλυμβος ο λοφιοφόρος – colymbus cristatus). Στεγανόποδο πτηνό της οικογένειας των κολυμβιδών, της τάξης των κολυμβομόρφων, της οποίας είναι ο μεγαλύτερος και πιο τυπικός εκπρόσωπος. Το πουλί αυτό, μήκους κατά μέσο όρο 53 εκ., έχει ογκώδη κορμό… …   Dictionary of Greek

  • πόδαργος — (podargus). Γένος πτηνών της οικογένειας των ποδαργιδών. Πρόκειται για μεγαλόσωμα πουλιά με σχετικά μεγάλο κεφάλι, δυνατό γαμψό ράμφος και άνοιγμα στόματος που φτάνει μέχρι κάτω και πίσω από τα μάτια. Ζουν στα δάση και κατασκευάζουν τις φωλιές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”