- πτητικός
πτητικός, zum Fliegen gehörig, geschickt, Arist. partt. an. 2, 13. – Adv., Plut. Pyth. or. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτητικός, zum Fliegen gehörig, geschickt, Arist. partt. an. 2, 13. – Adv., Plut. Pyth. or. 22.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτητικός — ή, ό / πτητικός, ή, όν, ΝΜΑ ο κατάλληλος για πτήση (α. «πτητική μηχανή» β. «τὰ γαμψώνυχα τῶν πτητικῶν», Αριστοτ. γ. «βαρέα καὶ μὴ πτητικά», Θεόφρ.) νεοελλ. 1. χημ. (σχετικά με υγρές ή στερεές ουσίες) αυτός που παρουσιάζει αυξημένη τάση να… … Dictionary of Greek
πτητικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην πτήση, ο ικανός ή κατάλληλος για πτήση: Πτητική μηχανή. 2. που εξατμίζεται ή εξαερώνεται γρήγορα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πτητικά — πτητικός able to fly neut nom/voc/acc pl πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc/acc dual πτητικά̱ , πτητικός able to fly fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικῶν — πτητικός able to fly fem gen pl πτητικός able to fly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικόν — πτητικός able to fly masc acc sg πτητικός able to fly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικοῖς — πτητικός able to fly masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικοί — πτητικός able to fly masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικούς — πτητικός able to fly masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικωτέροις — πτητικός able to fly masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτητικῶς — πτητικός able to fly adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπνευστός — ή, ό (Α διαπνευστός, ή, όν) ο πτητικός, αυτός που εύκολα εξαερώνεται … Dictionary of Greek