- κέν-ελπις
κέν-ελπις, mit eitler, nichtiger Hoffnung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κέν-ελπις, mit eitler, nichtiger Hoffnung, Eust.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κένελπις — κένελπις, ὁ, ἡ (Μ) αυτός που τρέφει κενές ελπίδες, αυτός που βαυκαλίζεται με φρούδες ελπίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + ελπις (< ἐλπίς), πρβλ. φέρ ελπις, φίλ ελπις] … Dictionary of Greek