κέδριον

κέδριον

κέδριον, τό, = κεδρέλαιον, Diosc. – Bei Ath. III, 84 d ist κεδρίον = κιτρίον; gehol. Nic. Al. 118 erkl. κεδρία durch ψήγματα τῆς κέδρου.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέδριον — κέδριον, τὸ (Α) [κέδρος] δ. γρφ. τού κέδρινον (βλ. κέδρινος) …   Dictionary of Greek

  • κεδρίον — κεδρίον, τὸ (Α) [κέδρος] 1. (στον ιστορικό Φανία) ως ετυμολογία τού κιτρίον 2. κεδρία* …   Dictionary of Greek

  • κεδρίον — cedrium neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίου — κεδρίον cedrium neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Cedrium —    • Cedrium,          κέδριον, кедровое масло, добывающееся из сока, отделявшегося из кедрового дерева, когда его укладывали вокруг огня. Plin. 16, 11, 21. Намазываемые им книжные свитки предохранились от моли, отсюда выражение у Горация (а. р.… …   Реальный словарь классических древностей

  • κέδρος — Κοινή ονομασία ενός φυτικού είδους και επιστημονική ονομασία ενός γένους φυτών. 1. Φυτό της οικογένειας των κυπαρισσιδών (κωνοφόρα), που αυτοφύεται στα βουνά της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας, της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Η… …   Dictionary of Greek

  • κεδρία — κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc/acc dual κεδρίᾱ , κεδρία oil of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κεδρίον cedrium neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”