κέδρινος

κέδρινος

κέδρινος, von Cederholz; ϑάλαμος Il. 24, 192; δόμοι Eur. Alc. 158; ξύλα D. Sic. 19, 58; ξυλεία Pol. 13, 5, 11; τὸ κέδρινον, Cederöl, Hippocr.; vgl. Arist. H. A. 7, 3; κέδρινος οἶνος, = κεδρίτης, Diosc.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέδρινος — of cedar masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρινος — ή, ο (Α κέδρινος ίνη, ον) [κέδρος] 1. αυτός που προέρχεται από το κέδρο («κέδρινα ξύλα») 2. αυτός που έχει παρασκευαστεί από ξύλο κέδρου («κέδρινον ἔλαιον», Ιπποκρ.) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ κέδρινον πάπ. το πορτοκαλί χρώμα …   Dictionary of Greek

  • κέδρινος — η, ο ο κατασκευασμένος από ξύλο κέδρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεδρίνων — κέδρινος of cedar fem gen pl κέδρινος of cedar masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέδρινον — κέδρινος of cedar masc acc sg κέδρινος of cedar neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίναις — κέδρινος of cedar fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνη — κέδρινος of cedar fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνην — κέδρινος of cedar fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνης — κέδρινος of cedar fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνοις — κέδρινος of cedar masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεδρίνου — κέδρινος of cedar masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”