γέντο

γέντο

γέντο, er faßte, dor. oder äol. aus ἕλετο, ἕλτο gebildet, vgl. κέλετο κέντο, Alcman bei Eustath. Iliad. 9, 363 p. 756, 32 ἕλετο ἕντο, καὶ Δωρικῶς γέντο, κέλετο κέντο παρὰ Ἀλκμᾶνι (Bergk L. G. ed. 2 p. 659). Hom. hat γέντο fünfmal, γέντο δ' ἱμάσϑλην Versende Iliad. 8, 43. 13, 25; γέντο δὲ δοῦρε Versende, Iliad. 13, 241; γέντο δὲ χειρί | ῥαιστῆρα κρατερήν Iliad. 18, 476; γέντο πυράγρην Versende Iliad. 18, 477. Scholl. Aristonic. Iliad. 8, 43 ἡ διπλῆ· καὶ ὅτι τὸ γέντο ἐκ τῶν συμφραζομένων νοεῖται τεταγμένον ἀντὶ τοῦ ἔλαβεν. – γέντο für ἐγένετο, für γίγνομαι.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γέντο — he grasped aor ind mid 3rd sg (epic) γίγνομαι come into a new state of being aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γένθ' — γέντα , γέντα neut nom/voc/acc pl γέντο , γέντο he grasped aor ind mid 3rd sg (epic) γέντο , γίγνομαι come into a new state of being aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γέντ' — γέντα , γέντα neut nom/voc/acc pl γέντο , γέντο he grasped aor ind mid 3rd sg (epic) γέντο , γίγνομαι come into a new state of being aor ind mp 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • жму — жать, укр. жму, жати, блр. жаць, сербск. цслав. жьмѫ, жѩти, σφίγγειν, сербохорв. жме̑м, же̏ти, праслав. *žьmǫ, *žęti. Итер. жимать. С др. ступенью вокализма; словен. gomolja ком , чеш. homole – то же, укр. гомок ком земли и т. д. (Бернекер 1,… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • PAPAVER — in honore apud Romanos fuit semper, ut indicio est Tarquinius Superbus, qui Legatis a filio missis decutiendo papavera in horto altissima, sanguinarium illul responsum hâc facti ambage reddidit, Plin. l. 19. c. 8. Cuius caput, florem, folia,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • γέμω — (AM γέμω) είμαι γεμάτος από κάτι ή φορτωμένος με κάτι (α. «γέμουν τα δώματα λαό», Ερωτόκρ. β. «γεμούσης τῆς νεώς», Ξεν. γ. «πλοῑα γέμοντα χρημάτων», Θουκ. δ. «γέμω ἐξ ἁρπαγῆς», ΚΔ ε. «γέμουσι μέθης καὶ φόνου», Α. Κάλβος) μσν. νεοελλ. γεμίζω κάτι… …   Dictionary of Greek

  • γαγγάμη — και γαγγάβα, η (Α γάγγαμον) είδος διχτυού με στερεό συρμάτινο σάκκο για συλλογή στρειδιών, σπόγγων, κοραλλιών (μτφ., «μέγα δουλείας γάγγαμον», Αισχ.) αρχ. το μέρος της κοιλιάς γύρω από τον αφαλό. [ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ. Χωρίς να… …   Dictionary of Greek

  • γαμώ — ( άω και έω) (AM γαμῶ, έω) ωθώ το πέος μέσα στο γυναικείο αιδοίο, τον πρωκτό ή άλλη κοιλότητα του σώματος νεοελλ. φρ. 1. γαμώ ή «θα σού γαμήσω τον, την...» βρισιά, βλαστήμια ή απειλή, που εκτοξεύεται εναντίον κάποιου και θίγει τον ίδιο, μέλος τού …   Dictionary of Greek

  • Μουτσουχίτο — (Κιότο 1852 – Τόκιο 1912). Ο 122ος αυτοκράτορας της Ιαπωνίας (1867 1912). Η περίοδος βασιλείας του ονομάζεται Μεϊτζί. Δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κομέι, πήρε το όνομα M. τον Σεπτέμβριο του 1860, όταν ανακηρύχθηκε διάδοχος του θρόνου.… …   Dictionary of Greek

  • Τόκιο — Πόλη (11.680.282 κάτ.) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού Χονσού, πρωτεύουσα του κράτους και του ομώνυμου νομού (2.166 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, στα όρια της Πεδιάδας Καντό, και απλώνεται… …   Dictionary of Greek

  • gem- —     gem     English meaning: to grab, grip; be full     Deutsche Übersetzung: “(with beiden Händen) greifen, fassen (Fessel), zusammendrũcken, pressen (clump, Kloß); hineinstopfen, vollpacken (Ladung, Gepäck)”, intr. “vollgepackt, voll sein,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”