κέρδιστος

κέρδιστος

κέρδιστος, superl. zum Folgdn (von κέρδος), der Listigste, Verschlagenste, Il. 6, 153, von Sisyphus; – der Nützlichste, κέρδιστον εὖ φρονοῦντα μὴ δοκεῖν φρονεῖν Aesch. Prom. 385; πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης Soph. Ai. 730.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρδιστος — κέρδιστος, ίστη, ον (Α) 1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

  • κέρδιστος — κερδίων more profitable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρδος — Η διαφορά του κόστους από τα έσοδα που αποφέρει μια οικονομική δραστηριότητα, σύμφωνα με τη λογιστική έννοια, ή η αμοιβή της επιχειρηματικότητας ως συντελεστή παραγωγής, σύμφωνα με την οικονομική θεωρία. Στη λογιστική, το κ. καταγράφεται στην… …   Dictionary of Greek

  • ρίγιον — Α επίρρ. (συγκρ. τού ῥῑγος) 1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.) 2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.) [ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός τού ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος] …   Dictionary of Greek

  • kerd-2 —     kerd 2     English meaning: talent, craft; talented     Deutsche Übersetzung: etwa “handwerksmäßig geschickt, klug berechnend”     Material: Gk. κέρδος n. “profit, gain, benefit, advantage”, κερδίων “nũtzlicher, ersprießlicher”, κέρδιστος… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”