κέρκωψ

κέρκωψ

κέρκωψ, ωπος, ὁ, eine langschwänzige Affenart, Hesych. Auf Menschen übertr., listiger, betrügerischer, heimtückischer Mensch, Hesych. δόλιος, πονηρός, κακοῦργος, wie Aesch. 2, 40 es mit παιπάλημα vrbdt; u. so Sp. – Vgl. auch nom. pr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • Κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωψ — man monkey masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωψ — Ποιητής από τη Μίλητο, που έζησε σε αδιευκρίνιστη περίοδο της αρχαιότητας. Θεωρείτο Ορφικός και, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, ήταν ο ποιητής όλων των έργων που αποδίδονταν στον Ορφέα. Τα ποιήματα Ιερός Λόγος και Εις Άδου κατάβασιν θεωρούνται… …   Dictionary of Greek

  • Κερκώπων — Κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερκώπων — κέρκωψ man monkey masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπα — Κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπα — κέρκωψ man monkey masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπας — Κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπας — κέρκωψ man monkey masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κέρκωπες — Κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρκωπες — κέρκωψ man monkey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”