κέρσιμος

κέρσιμος

κέρσιμος, scheinbar von κείρω. Nach Schol. Il. 24, 81 ist τὸ κέρσιμον = κέρας βοός an der Angelschnur, worauf auch die Glosse des Hesych. γέρσιμον geht.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κέρσιμος — κέρσιμος, ον (Α) [κείρω] αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να κουρέψει …   Dictionary of Greek

  • κέρσιμον — κέρσιμος that may be nibbled masc/fem acc sg κέρσιμος that may be nibbled neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέρσιμον — κέρσιμον, τὸ (Α) συρίγγιο από κέρατο σε αλιευτική ορμιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως διασώζει θ. κερσ που ανιχνεύεται στο κέρνα (II)* και συνδέεται με τα κέρας, κάρηνα + κατάλ. ιμον (ουδ. τής ιμος) με παρετυμολογική πιθ. επίδραση τών κέρσιμος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”