κάλως

κάλως

κάλως, ω, ὁ, ion. u. ep. κάλος, Tau, Schiffs-, Segeltau; Od. 5, 260 ἐν δ' ὑπέρας τε κάλους τε πόδας τ' ἐνέδησεν, »die Taue zum Aufziehen u. Niederlassen der Segel« erkl.; Her. οἱ κάλοι τοῦ ἱστίου 2, 36 u. öfter; ϑύρη κάλῳ δεδεμένη 2, 96; πρυμνήτης κάλως Eur. Med. 770; κάλως ἐξιέναι, die Segel aufspannen, Troa. 94; ἀπὸ κάλω καὶ ϑρανίου κρεμάσαντι σαυτόν Ar. Ran. 121; übh. Strick, τοῖσιν κάλῳς Paz 450, mit der v. l. κάλοις; Epicrat. Ath. XI, 782 f; Thuc. 4, 25 παραπλεόντων ἀπὸ κάλω ἐς τὴν Μεσσήνην, nach Schol. u. Poll. 1, 113 (ἐκ κάλων ἕλκοντες τὰς ναῦς) = am Lande entlang das Schiff mit der Leine ziehen, statt zu rudern oder zu segeln; vgl. App. Mithr. 78; sprichwörtlich πάντα κάλων κινεῖν, alle Kräfte anspannen, alle Mittel in Bewegung setzen, Luc. Scyth. 11; πάντας ἔσεισε κάλως, spannte alle Segel auf, Crinag. 15 (IX, 545); so zu fassen νῠν δή σε πάντα δεῖ κάλων ἐξιέναι Ar. Equ. 753 (wo der Schol. es vom Auswerfen der σχοινία σὺν ταῖς ἀγκύραις ἐπὶ ϑάλασσαν im Sturme ableitet) u. Eur. Herc. Fur. 278 ἐχϑροὶ γὰρ ἐξιᾶσι πάντα δὴ κάλων; πάντα κάλων ἐκτείνειν Plat. Prot. 338 a; τὸ λεγόμενόν γε πάντα κάλων ἐφέντες Sis. 389 c. – Im plur. finden sich Formen nach der dritten Deklination, κάλωες Orph. Arg. 621 Ap. Rh. 2, 725, κάλωσι Orph. Arg. 237, κάλωας 253 Opp. Hal. 5, 223.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάλως — reefing rope masc acc pl (epic doric ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc acc pl (attic epic ionic) κάλω̆ς , κάλως reefing rope masc nom sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάλως — reefing rope nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — τροπ. επίρρ. του επιθ. καλός καλά, σωστά, ευνοϊκά· συνηθίζεται κυρίως σε φράσεις χαιρετισμού και φιλοφρόνησης, όπως καλώς τα δέχτηκες, καλώς σας βρήκαμε, καλώς τόνε κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλως — ο (AM κάλως, ω, Α επικ. και ιων. τ. κάλος) σχοινί και κυρίως χοντρό, καραβόσχοινο, παλαμάρι («τούτων τὴν μὲν θύρην δεδεμένην κάλῳ ἔμπροσθε τοῡ πλοίου ἀπίει ἐπιφέρεσθαι», Ηρόδ.) μσν. αρχ. 1. το χοντρό σχοινί με το οποίο αναβιβάζεται και… …   Dictionary of Greek

  • καλώς — (AM καλῶς) επίρρ. βλ. καλός …   Dictionary of Greek

  • κάλῳς — κάλῳ̆ς , κάλως reefing rope masc dat pl (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλῶς — καλός beautiful adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλώς — καλός beautiful masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. — τὸ φέρον ἐκ θεοῦ καλῶς φέρειν χρὴ. См. Что Бог послал, то и наше …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Μάντις δ’ ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς. — См. Верим охотно тому, чего желаем …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Ὀστὶς δ’ ἀνάγκῃ συγκεχώρηκεν καλῶς. — См. Терпи казак, атаман будешь …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”