κάλπη

κάλπη

κάλπη, , 1) der Trab, Trott des Pferdes, κάλπης δρόμος Paus. 5, 9, 1, in Olympia ein Wettrennen, wo die Reiter gegen das Ende der Rennbahn absprangen u. das Pferd (man nahm hierzu Stuten) am Zügel haltend nebenher liefen; es heißt auch Πανταίκου ἐνίκησεν ἡ κάλπη, das Rennpferd siegte. – 2) = κάλπις, Urne, Plut. Marcell. 30; Hdn. 4, 1, 6 Todtenurne.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάλπη — trot fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπῃ — κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

  • κάλπη — η δοχείο μέσα στο οποίο οι ψηφοφόροι ρίχνουν τα ψηφοδέλτιά τους: Σε μερικούς μήνες θα στηθούν οι κάλπες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κάλπηι — κάλπῃ , κάλπη trot fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπην — κάλπη trot fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπης — κάλπη trot fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • BASTITANI — Hispaniae populi prope Turdulos, qui et Bastuli. Strabo l. 3. Ε᾿νταῦθα δὲ ὄρος ἐςτὶ τῶ Ι᾿βήρων τῶ καλουμεν´ων Βαςτητανᾶν, οὕς καὶ Βαςτοῦλους καλοῦσιν, καὶ Κάλπη. Ptolemaeus, βαςτουλῶν, τῶ καλουμεν´ων Ποινῶν, Μενραλία, Τρανσδούκτα, Βαρβήσυλα,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CALPARE vel CALUPARE — CALPARE, vel CALUPARE unde Gallorum galopare, Latini dixêre de equis, a καλπάζειν vel καλπᾷν, quod currere significat; de tripedantibus equis inprimis, qui altius pedes tollendo et volubiliter glomerando grestus, quodammodo saltare et subsultim… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Γιβραλτάρ — I Έκταση: 6,5 τ. χλμ. Πληθυσμός: 27.714 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: ΓιβραλτάρΠεριοχή στην άκρη της νοτιοδυτικής Ευρώπης, που τελεί σε καθεστώς αποικίας της Μεγάλης Βρετανίας. Η συνολική έκτασή του είναι 6,5 τ. χλμ. και ο πληθυσμός 27.714 κάτ. (2002)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”