κάλπις

κάλπις

κάλπις, ιδος, ἡ, Krug, – a) Gefäß zum Wasserschöpfen, Wasserkrug; Od. 7, 20, κάλπιν; H. h. Cer. 107; Pind. Ol. 6, 40, ἀργυρέαν κάλπιδα; κάλπισί τ' ἐκ ποταμῶν δρόσον ἄρατε Ar. Ran. 1340. – Salbengefäß, Antiph. Ath. XII, 553 d Pol. 31, 3, 17. – b) Aschenkrug, Urne, Plut. Demetr. 53; κάλπιν ὑπὸ χϑόνα ϑέσϑαι Mel. 16 (XII, 74); ξυνή Theaet. 4 (Plan. 221); κοίλη, βαιή, ἐλαφρή, Nicarch. 8 Thall. Mil. 5 M. Arg. 30 (IX, 330. VII, 373. 384), in letzterer Stelle Urne zum Loosen, wie Schol. Ar. Vesp. 320 κάλπεις nennt, ἔνϑ α τὰς ψήφους καϑίεσαν οἱ δικάζοντες, vgl. Luc. Hermot. 40. – Bei Ath. XI, 468 f wird aus Philemon ein besonderes Trinkgeschirr καλπίς erwähnt.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάλπις — κάλπις, ιδος, ἡ (Α) 1. δοχείο για την εναπόθεση νερού ή άλλου υγρού, υδρία, σταμνί 2. δοχείο από το οποίο τραβούσαν τους λαχνούς ή στο οποίο συνέλεγαν τις ψήφους 3. κάλπη* 4. είδος ποτηριού 5. μυροδόχο αγγείο 6. Παναθηναϊκό αγγείο. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κάλπις — pitcher fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλπίδων — κάλπις pitcher fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδα — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδας — κάλπις pitcher fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδες — κάλπις pitcher fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδι — κάλπις pitcher fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιδος — κάλπις pitcher fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπιν — κάλπις pitcher fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπισι — κάλπις pitcher fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάλπη — Δοχείο στο οποίο πολλοί αρχαίοι λαοί που ακολουθούσαν το νεκρικό έθιμο της καύσης συγκέντρωναν την τέφρα και τα οστά των νεκρών. Ονομάζεται και τεφροδόχος. Η χρήση της κ. εμφανίστηκε σποραδικά στην Ευρώπη στη χαλκολιθική εποχή. Στις αρχές της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”