- κάνναθρον
κάνναθρον, τό, = κάναϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνναθρον, τό, = κάναϑρον.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάνναθρον — κάναθρον cane neut nom/voc/acc sg κάνναθρον cane neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάναθρον — και κάνναθρον / κάναθρον και κάνναθρον, τὸ (Α) ξύλινη άμαξα που έχει θόλο πλεγμένο από καλάμια ή λυγαριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάννα «καλάμι» + κατάλ. θρον δηλωτική τού οργάνου (πρβλ. θορύβη θρον, φόρε θρον). Κατ άλλη άποψη, πρόκειται για σύνθ. με β… … Dictionary of Greek
-θρο(ν) — το επίθημα θρο(ν), όπως και το θηλ. θρα, εμφανίζει αρκετά μεγάλη παραγωγικότητα στην Αρχαία, Μεσαιωνική και Νέα Ελληνική. Το θ τού επιθήματος είναι πιθ. τής ίδιας προέλευσης όπως και στα θλο *, θμο *. Πρόκειται για παλαιότατο επίθημα, το οποίο… … Dictionary of Greek
καννάθρου — κάναθρον cane neut gen sg κάνναθρον cane neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννάθρων — κάναθρον cane neut gen pl κάνναθρον cane neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καννάθρῳ — κάναθρον cane neut dat sg κάνναθρον cane neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάνναθρα — κάναθρον cane neut nom/voc/acc pl κάνναθρον cane neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)