- πτερίσκος
πτερίσκος, ὁ, dim. von πτερόν, Babr. 118, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερίσκος, ὁ, dim. von πτερόν, Babr. 118, 5.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερίσκος — ὁ, Α [πτερόν] (με υποκορ. σημ.) μικρό φτερό … Dictionary of Greek
πτερίσκοις — πτερίσκος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φτερό — Καθένας από τους κεράτινους σχηματισμούς του δέρματος που, μαζί με τα πούπουλα, καλύπτουν το σώμα των πουλιών. Σε ένα φ. διακρίνονται ο άξονας ή μεσαίο στέλεχος και το γένειο. Το κατώτερο μέρος του άξονα, που ονομάζεται κάλαμος, είναι κοίλο,… … Dictionary of Greek