- κάμψις
κάμψις, ἡ, das Biegen, die Krümmung; Plat. Tim. 74 a; Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμψις, ἡ, das Biegen, die Krümmung; Plat. Tim. 74 a; Arist. H. A. 2, 1 u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάμψις — κάμψῑς , κάμψις bending fem acc pl (epic doric ionic aeolic) κάμψις bending fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψεσι — κάμψις bending fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψεσιν — κάμψις bending fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψιν — κάμψις bending fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψει — κάμπτω kam̃p as aor subj act 3rd sg (epic) κάμπτω kam̃p as fut ind mid 2nd sg κάμπτω kam̃p as fut ind act 3rd sg κάμψις bending fem nom/voc/acc dual (attic epic) κάμψεϊ , κάμψις bending fem dat sg (epic) κάμψις bending fem dat sg (attic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμψεις — κάμπτω kam̃p as aor subj act 2nd sg (epic) κάμπτω kam̃p as fut ind act 2nd sg κάμψις bending fem nom/voc pl (attic epic) κάμψις bending fem nom/acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γονυκαμψία — η 1. κάμψη τού γόνατος 2. η κύρτωση τών ποδιών τού γονυκαμπούς ίππου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γόνυ + κάμψις ( η) Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στον Γεώργιο Πιλάβιο] … Dictionary of Greek
κάμπτω — (AM κάμπτω) 1. (μτβ.) λυγίζω, κυρτώνω κάτι, καθιστώ κυρτό κάτι που ήταν ευθύ, καμπυλώνω 2. μέσ. κάμπτομαι λυγίζομαι, κυρτώνομαι, λυγίζω το σώμα μου, σκύβω, καμπουριάζω 3. (μτβ. και αμτβ.) βαδίζοντας ή πλέοντας παρακάμπτω κάποιο σημείο, στρέφομαι … Dictionary of Greek
κάμψη — I (Ανατ.). Μία κίνηση, όπως το λύγισμα του γονάτου, που επιμηκύνει τη γωνία ανάμεσα σε δύο γειτονικά οστά. Η αντίθετη κίνηση είναι η έκταση. II (Μηχ.). Παραμόρφωση που προκαλείται σε ένα στερεό υπό την επίδραση εξωτερικών δυνάμεων ή θερμοκρασίας … Dictionary of Greek
ԿՐԿՆՈՒԱԾ — (ոյ, ոց.) NBH 1 1136 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 14c գ. καμπή, κάμψις flexura, flexio ἅρθρον articulus. Ծալք. րօդք. ծալուած, խաղ. ... *Կնճիռն մեղքն են՝ որ բազում կրկնուածս ունին. Ոսկ. ես.: *Հատան ձեռք նորաʼի… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κάμψεων — κάμψεω̆ν , κάμψις bending fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)