- κάτ-ηλυς
κάτ-ηλυς, υδος, herabgehend, abschüssig, πέζα, Nonn. 37, 24. 4, 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτ-ηλυς, υδος, herabgehend, abschüssig, πέζα, Nonn. 37, 24. 4, 216.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κατηλυσία — κατηλυσία, ιων. τ. κατηλυσίη, ἡ (Α) κατάβαση, κάθοδος, πτώση («κατηλυσίη τ ἄνοδος τε», Άρατ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυσία (< ηλύτης < ηλυς, πρβλ. κάτ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. εισ ηλυσία, επ ηλυσία] … Dictionary of Greek
κάτηλυς — κάτηλυς, ήλυδος, ό, ἡ (Α) 1. αυτός που κατέρχεται, κατερχόμενος 2. κατηφορικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ηλυς (< θ. ελυθ συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ τού ἐλεύθω «έρχομαι») το η είναι προϊόν «εκτάσεως εν συνθέσει» (πρβλ. έπ ηλυς, σύν… … Dictionary of Greek
ομηλυσία — ὁμηλυσία, ἡ (Α) (ποιητ. τ.) συνοδεία κατά τη διάρκεια ταξιδιού, συντροφιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + ηλυσία (< ηλύτης < ήλυς, πρβλ. όμ ηλυς + κατάλ. της), πρβλ. κατ ηλυσία] … Dictionary of Greek
σύνηλυς — υδος, ὁ, ἡ, ΜΑ 1. αυτός που έρχεται ή πορεύεται μαζί με άλλον 2. (κατ επέκτ.) αυτός που συγκεντρώνεται στο ίδιο σημείο με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ηλυς (< θ. εληθ , συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας ελευθ , πρβλ. ἐλεύσομαι, μελλ. τού ρ … Dictionary of Greek