κάτ-οπτρον

κάτ-οπτρον

κάτ-οπτρον, τό, der Spiegel, in dem man sich sieht, vgl. εἴςοπτρον, welche Form B. A. 102 vorgezogen wird; sie waren bei den Griechen von polirtem Metall, κάτοπτρον εἴδους χαλκός ἐστ', οἶνος δὲ νοῦ Aesch. frg. 279; Eur. Hipp. 429 Rl. 1071; τὴν τῶν κατόπτρων εἰδωλοποιΐαν Plat. Tim. 46 a; von Waffen, ὥςπερ κάτ. ἐξέλαμπεν Xen. Cyr. 7, 1, 1. – Uebertr., ὁμιλίας κάτ., ein Bild von Freundschaft, Aesch. Ag. 813.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • καθρέφτης — Βλ. λ.κάτοπτρο. * * * και καθρέπτης και κατρέφτης, ο (Μ καθρέφτης και καθρέπτης) 1. κάτοπτρο 2. λεία επιφάνεια η οποία ανακλά εικόνες, μορφές κ.λπ. 3. υπόδειγμα, ομοίωμα νεοελλ. 1. κάθε λεία και καλογυαλισμένη επιφάνεια («θα γυαλίσετε τις μπότες… …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρις — κάτοπτρις, όπτριδος, ἡ (Α) κάτοπτρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Μεταπλασμένος τ. τού κάτ οπτρον] …   Dictionary of Greek

  • κάτοπτρο — Κάθε επιφάνεια που ανακλά κανονικά (δηλαδή σύμφωνα με τον νόμο της ανάκλασης) τις φωτεινές ακτίνες. Την ιδέα του κ. επινόησε πιθανότατα ο άνθρωπος, όταν παρατήρησε το είδωλό του να ανακλάται στην επιφάνεια του ήρεμου νερού· για να υλοποιήσει όμως …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”