- κάτ-αλσος
κάτ-αλσος, dasselbe, Sp., wie Schol. D. Per. 321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κάτ-αλσος, dasselbe, Sp., wie Schol. D. Per. 321.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
άλσος — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 313 κάτ.), στην πρώην επαρχία Πατρών του νομού Αχαΐας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Συμπολιτείας. * * * το (Α ἄλσος) μικρή ή μεγάλη δασωμένη έκταση, τόπος κατάφυτος νεοελλ. μικρό ή τεχνητό δάσος, κήπος για… … Dictionary of Greek
Φθιώτιδας, νομός — Νομός (4.441 τ. χλμ., 178.771 κατ.) της περιφέρειας Στερεάς Ελλάδας. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Μαγνησίας, Λάρισας και Καρδίτσας, στα Ν με τους νομούς Βοιωτίας, Φωκίδας και Αιτωλοακαρνανίας, στα Δ με τον νομό Ευρυτανίας, ενώ στα Α βρέχεται… … Dictionary of Greek
κως — Νησί (290,27 τ. χλμ., 30.949 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Δωδεκανήσων, Ν της Καλύμνου και της Ψερίμου, στην είσοδο του Κεραμεικού κόλπου (Κερμέ Κορφεζί) της Μικράς Ασίας. Διοικητικά ανήκει στον νομό Δωδεκανήσου. Είναι… … Dictionary of Greek
Αλεξάνδρεια — I (αιγυπτ. Al Iskandariyah, διεθν. Alexandria).Πόλη (3.806.300 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, η δεύτερη κατά σειρά μεγέθους και το σπουδαιότερο λιμάνι της. Βρίσκεται στη βορειοδυτική κορυφή του Δέλτα του Νείλου σε μια στενή γλώσσα ξηράς, που χωρίζει … Dictionary of Greek
Αρκαδία — I Αρχαία πόλη της Κρήτης, που ιδρύθηκε πιθανότατα από Αρκάδες της Πελοποννήσου, στη δυτική πλευρά του όρους που λέγεται σήμερα Προφήτης Ηλίας (688 μ.). Η Α. υπήρχε και στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και μάλιστα ήταν έδρα επισκόπων. II… … Dictionary of Greek
Νεμέα — Κωμόπολη (υψόμ. 320 μ., 4.249 κάτ.), στην πρώην επαρχία Κορινθίας του ομώνυμου νομού. Χτισμένη στις δυτικές κλιτύες του Προφήτη Ηλία, είναι το εμπορικό και αγροτικό κέντρο της εύφορης περιοχής της, της οποίας κύριο προϊόν είναι το κρασί, για το… … Dictionary of Greek
δαφνώνας — Ονομασίαδύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 419 κάτ.) του νομού Ξάνθης. Βρίσκεται κοντά στα όρια με τον νομό Καβάλας, 32 χλμ. ΒΔ της Ξάνθης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σταυρούπολης. Η παλαιότερη ονομασία του ήταν Μαχμουτλή. 2.… … Dictionary of Greek
λευκώνας — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινή κωμόπολη (υψόμ. 70 μ., 2.136 κάτ.) του νομού Σερρών. Βρίσκεται 5 χλμ. ΒΔ των Σερρών. Αποτελεί έδρα του δήμου Λευκώνα. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Καβακλή. Η περιοχή συνοικίστηκε το 1919 από Καυκάσιους και Πόντιους… … Dictionary of Greek
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
ελικώνας — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ο Ε. ήταν αδελφός του Κιθαιρώνα, αλλά τα δύο αδέλφια είχαν εντελώς αντίθετο χαρακτήρα. Ο άπληστος και πλεονέκτης Κιθαιρώνας, αφού σκότωσε τον πατέρα του, έριξε με ύπουλο τρόπο τον πράο… … Dictionary of Greek
ευαλσής — εὐαλσής, ές (Α) αυτός που έχει ωραία άλση («νησίον εὐαλσές», Στράβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αλσής (< άλσος), πρβλ. κατ αλσής] … Dictionary of Greek