κάτ-ωμος

κάτ-ωμος

κάτ-ωμος, mit niedrigen Schultern, Hippiatr.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σύνωμος — ον, Μ αυτός που συνέχει, συγκρατεί τους ώμους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὦμος (πρβλ. κάτ ωμος)] …   Dictionary of Greek

  • κάτωμος — κάτωμος, ον (Μ) αυτός που έχει χαμηλούς τους ώμους («ἔστω μὴ κάτωμος, συνωμίαν τε ὑψηλοτέραν ἐχέτω καὶ ἴσην», Ιππιατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ὦμος (< ὦμος), πρβλ. άμφ ωμος, έξ ωμος] …   Dictionary of Greek

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • ωμοκρατής — ές, Α 1. αυτός που έχει δυνατούς ώμους ή, κατ άλλους, ο ωμός και ισχυρός 2. (ως προσωνυμία τού Αίαντος) αυτός που έχει ωμή, ατίθαση δύναμη («νῡν γὰρ ὁ δεινὸς μέγας ὠμοκρατὴς Αἴας θαλερῷ κεῑται χειμῶνι νοσήσας», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὦμος ή ὠμός +… …   Dictionary of Greek

  • αλφηστής — ἀλφηστής, ο (Α) (Μ και ἀλφηστήρ, ῆρος) 1. αυτός που συντηρείται, που αποζεί από την εργασία του, εργατικός, δραστήριος 2. είδος ψαριών που κολυμπούν κατά ζεύγη 3. φρ. «ἑκὰς ἀνδρῶν ἀλφηστάων», για τους Φαίακες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητική λ. γνωστή ήδη από… …   Dictionary of Greek

  • άρμα — Αρχαία πόλη της Ταναγραίας στη Βοιωτία. Πήρε το όνομά της από το άρμα του Αμφιάραου που, σύμφωνα με τοπική παράδοση, εξαφανίστηκε στη θέση αυτή κατά τη φυγή των Αργείων από τις Θήβες. Την πόλη αυτή μνημονεύει και ο Όμηρος. * * * (I) ἄρμα, η (Α)… …   Dictionary of Greek

  • κατωμίς — κατωμίς, ίδος, ἡ (Α) στον πληθ. αἱ κατωμίδες (κατά τον Ησύχ.) «δέρματα ἅπερ οἱ νομεῑς κατὰ τῶν ὤμων φοροῡσιν». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ωμίς (< ὦμος) πρβλ. εξ ωμίς, επ ωμίς] …   Dictionary of Greek

  • τρώγω — ΝΜΑ, και τρώω Ν, και δωρ. τ. τράγω Α μασώ και καταπίνω στερεά ή ημιστερεά τροφή, εσθίω (α. «ζεστό ψωμί δεν έφαγα / γλυκό κρασί δεν ήπια», δημ. τραγούδι β. «ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα», ΚΔ) νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) παίρνω… …   Dictionary of Greek

  • χλομός — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ριζού. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 370 μ.), στην πρώην επαρχία Φιλιατών, του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται …   Dictionary of Greek

  • ωμοπλάτη — Πλατύ τριγωνικό οστό, στην περιοχή του ώμου. Βρίσκεται στο επάνω και πλάγιο μέρος της πλάτης, αρθρώνεται πλαγίως με το βραχιόνιο οστό και μπροστά με την κλείδα· επάνω στην ω. καταφύονται πολυάριθμες και ισχυρές μυϊκές δέσμες, που τη συνδέουν… …   Dictionary of Greek

  • ωμόλινο — το / ὠμόλινον, ΝΑ 1. ακατέργαστο λινάρι 2. (κατ επέκτ.) τραχύ ύφασμα κατασκευασμένο από ακατέργαστο λινάρι αρχ. σάκος από λινό ύφασμα για την μεταφορά λαχανικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + λίνον «λινάρι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”