κάρπιμος — fruit bearing masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπιμος — η, ο (Α κάρπιμος ον) 1. αυτός που παράγει καρπό, ο καρποφόρος («καρπίμου θέρους», Αισχύλ.) 2. προσοδοφόρος, ωφέλιμος («κάρπιμα ἀγαθά», Αριστοτ.) αρχ. 1. εύπορος, πλούσιος («ἀμέλγει τῶν ξένων τοὺς καρπίμους», Αριστοφ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.)… … Dictionary of Greek
καρπιμώτερον — κάρπιμος fruit bearing masc acc comp sg κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc comp sg κάρπιμος fruit bearing adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρπιμον — κάρπιμος fruit bearing masc/fem acc sg κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιμώτερα — κάρπιμος fruit bearing neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπιμώτεροι — κάρπιμος fruit bearing masc nom/voc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίμοις — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίμου — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίμους — κάρπιμος fruit bearing masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίμων — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καρπίμῳ — κάρπιμος fruit bearing masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)