- πτερο-φυής
πτερο-φυής, ές, Federn od. Flügel treibend, bekommend, Ggstz ψιλός, Plat. Polit. 266 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πτερο-φυής, ές, Federn od. Flügel treibend, bekommend, Ggstz ψιλός, Plat. Polit. 266 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλωνοφυώ — κλωνοφυῶ, έω (Μ) (για φυτό) βγάζω κλωνάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῶνος + φυῶ (< φυής < φύος < φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek
σαρκοφυώ — έω, Α (για τραύματα) επουλώνομαι με την δημιουργία και ανάπτυξη σάρκας στην επιφάνειά μου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρξ, σαρκός + φυῶ (< φυής < φύω, φύομαι), πρβλ. οδοντο φυώ, πτερο φυώ] … Dictionary of Greek