κάπνεος

κάπνεος

κάπνεος, ἡ, ἄμπελος, = κάπνιος, Arist. gen. anim. 4, 4.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κάπνεος — και καπνέως, ἡ (Α) βλ. κάπνειος …   Dictionary of Greek

  • κάπνειος — και κάπνεος και καπνέως και καπνία και κάπνιος, ἡ (Α) (ενν. άμπελος) αυτή που παράγει σταφύλια που έχουν το χρώμα τού καπνού. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + επίθημα ειος / εος (πρβλ. κήδ ειος / κήδ εος, τέλ ειος / τέλ εος) που χρησιμοποιείται ως ουσ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”