γλῶσσα

γλῶσσα

γλῶσσα, , att. γλῶττα (cf. das vor., eigtl. die Spitze), 1) die Zunge, von Hom. an überall von Menschen u. Thieren; γλώσσας τάμνειν Odyss. 3, 332, ἐν πυρὶ βάλλειν vs. 341, Zungen der Opferthiere, geschah zum Schluß der Abendmahlzeit, vgl. Nitzsch; – γλώσσης χάριν, nur um zu reden, od. um Einem nach dem Munde zu reden, Hes. O. 707; vgl. Aesch. Ch. 264; ἀπὸ γλώσσης, mündlich, ἐφϑέγξατο Pind. Ol. 6, 13; vgl. P. 3, 2; φράσω Cratin. B. A. 436; εἰπεῖν Her. 1, 123; Thuc. 7, 10; im Ggstz des schriftlichen. Bei Aesch. Ag. 787 δίκας γὰρ οὐκ ἀπὸ γλώσσης ϑεοὶ κλύοντες nicht bloß die Worte hörend, sondern nach der Wahrheit; Luc. pro laps. 18 οὐ τὴν γλῶτταν, ἀλλὰ τὴν γνώμην ἐξετάζειν; Eur. Hipp. 612 ἡ γλῶσσ' ὀμώμοχ', ἡ δὲ φρὴν ἀνώμοτος; – ὅ, τι κεν ἐπὶ γλῶτταν ἔλϑῃ εἰπεῖν, sagen, was Einem in den Mund kommt, Luc. Qu. hist. 32; γλῶσσα δέδεται Merc. cond. 5; τὴν γλῶτταν πεπεδημένη Bis acc. 15; ἐκ φόβου τὴν γλῶτταν ἐγκλείσας ἔχει Soph. Ant. 180; vgl. βαίνω, – Geradezu: Sprache, von Hom. an geläufig; bes. Mundart, Dialekt; Il. 2, 804. 4, 438 Od. 19, 175; γλῶσσαν ἱέναι, eine Sprache reden, Her. 1, 57 u. öfter; Thuc. 3, 112; τὴν αὐτὴν γλῶσσαν νομίζουσι, gebrauchen, Her. 1, 142. 4, 183; χρῆσϑαι 4, 109. Auch = Provinzialismus, ein Wort, das nicht im allgemeinen Gebrauch ist, ein veralte tes; Arist. poet. 42 rhet. 3, 2; κατὰ γλῶσσαν γράφειν, in ungewöhnlichen, veralteten Ausdrücken schreiben, Luc. Lexiph. 25 ff.; oft Gramm. – Sprachvermögen, Redegabe; πᾶσαν γλῶτταν βασάνιζε Ar. Vesp. 547; Cratin. nannte den Perikles μεγίστη γλῶττα τῶν Ἑλληνίδων, was Aristid. or. 45 (II. p. 23) nachahmt, vgl. Aeschrio Ath. VIII, 335 d. – 2) das Mundstück der Flöte, αὐλῶν B. A. 32; vgl. Aesch. 3, 229; σάλπιγγος Poll. 4, 85; – ein zungenförmiger Schuhriemen, B. A. 32; vgl. Plat. com. Ath. XV, 677 a; s. Lob. zu Phryn. 229 u. γλωσσίς.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • γλώσσα — γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc/acc dual (ionic) γλώσσᾱ , γλῶσσα tongue fem nom/voc sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσᾳ — γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric aeolic) γλώσσᾱͅ , γλῶσσα tongue fem dat sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλῶσσα — tongue fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γλώσσα — I Όργανο με το οποίο ο άνθρωπος αναλύει και αντικειμενοποιεί την εμπειρία του με τη βοήθεια φωνητικών συμβόλων (λέξεων) που έχουν διαφορετική μορφή και διαφορετικές αμοιβαίες σχέσεις σε κάθε ιστορική κοινότητα. Πιο συγκεκριμένα, λέγοντας γ.… …   Dictionary of Greek

  • γλώσσα — η 1. όργανο των ανθρώπων και των ζώων που βρίσκεται στο εσωτερικό του στόματος και χρησιμεύει στο μάσημα και στην κατάποση της τροφής καθώς και στην άρθρωση του λόγου, το αισθητήριο όργανο της γεύσης: Στέγνωσε η γλώσσα μου. 2. μτφ., αυτό που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. — γλῶσσα πῆ πορεύῃ; πόλιν ὀρθώσουσα καὶ πάλιν ἀναστρέψουσα. См. Язык до Киева доведет …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • γλωσσᾷ — γλωσσός talking fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιαμική γλώσσα — Γλώσσα της Ταϊλάνδης, που ανήκει στην υποομάδα τάι της σινοθιβετανικής ομογλωσσίας (σινο θιβετανικές γλώσσες) …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γλώσσα — ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Η ελληνική γλώσσα είναι μια από τις αρχαιότερες γλώσσες στον κόσμο και οπωσδήποτε η παλαιότερη ζωντανή γλώσσα στην Ευρώπη. Σε αντίθεση με άλλες αρχαίες γλώσσες που χάθηκαν μαζί με τους λαούς που τις μιλούσαν, όπως η… …   Dictionary of Greek

  • βρετονική γλώσσα — Η γλώσσα των Βρετόνων κατοίκων της γαλλικής επαρχίας της Βρετάνης. Ανήκει στην κελτική ομάδα της ινδοευρωπαϊκής οικογένειας γλωσσών. Τη β.γ. μιλούν σήμερα περίπου ένα εκατομμύριο άτομα, κυρίως αγρότες και ναυτικοί. Επίσημη όμως γλώσσα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • παλική γλώσσα — Παλαιά ινδοάρεια γλώσσα που χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα από τους βουδιστές του Νότου. Είναι μία από τις παλαιότερες λαϊκές διαλέκτους της Ινδίας, σύγχρονη και συγγενής της κλασικής σανσκριτικής. Γράφεται με πολλούς και διάφορους χαρακτήρες… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”