κλῖμαξ

κλῖμαξ

κλῖμαξ, ακος, ἡ, 1) die Leiter, Treppe, die schräg angelehnt wird (κλίνω), um in die oberen Gemächer des Hauses zu gelangen; ὑψηλή Od. 21, 5, vgl. 1, 330. 10, 558; κλίμακος προςαμβάσεις στείχει, von der Sturmleiter, Aesch. Spt. 448, wie πηκτῶν κλιμάκων προςαμβάσεις Eur. Phoen. 492; κατὰ τὰς ἐπὶ τὸ τεῖχος φερούσας κλίμακας Xen. Hell. 7, 2, 7; κλῖμαξ ἐπικαρσίαις σανίσι καϑηλωμένη Pol. 1, 22, 5. Auch die Schiffsleiter, ἀποβάϑρα, Eur. I. T. 1351; κλῖμαξ ἑλικτή, Wendeltreppe; στυππίνη, Strickleiter, Mathem. – 2) Ein leiterähnliches Folterinstrument, Ar. Ran. 618. – 3) wie κλιμακισμός, ein Kunstgriff beim Ringen, ἦν δ' ἀμφίπλεκτοι κλίμακες Soph. Trach. 518. – 41 ein Stück am Wagengestell, etwa die Wagenleitern, Poll. 1, 253; Arr. An. 7, 5, 11 aber etwas Anderes. – 5) die Todtenbahre, s. κλιμακηφόρος. – 6) bei den Rhetoren die Figur der Steigerung, gradatio, vgl. Cic. de orat. 3, 54, Quint. inst. 9, 3, 54.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλῖμαξ — ladder fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλίμαξ — (I) κλῑμαξ, ακος, ἡ (Α) βλ. κλίμακα. (II) η βιολ. το τελευταίο στάδιο τής διαδοχής που μπορεί να επιτευχθεί από μια φυτοκοινωνία σε μια περιοχή κάτω από τις περιβαλλοντικές συνθήκες που επικρατούν επί έναν συγκεκριμένο χρόνο, αλλ. κολοφώνας …   Dictionary of Greek

  • κλιμακώνω — [κλίμαξ] 1. τάσσω κατά κλίμακες, τοποθετώ σε βαθμίδες, διαρρυθμίζω κάτι κλιμακωτά, σε μορφή σκάλας 2. στρ. παρατάσσω τον στρατό κατά κλιμάκια 3. αναπτύσσω τις δραστηριότητές μου σταδιακά («κλιμακώνεται η πολιτική ένταση») …   Dictionary of Greek

  • ИОАНН ЛЕСТВИЧНИК — [греч. ᾿Ιωάννης τῆς Κλίμακος] (VI VII вв.), прп. (пам. 30 марта и в 4 ю Неделю Великого поста), игум. Синайского монастыря, автор классического произведения визант. аскетической письменности «Лествица Божественного восхождения». Житие Основным… …   Православная энциклопедия

  • Ιωάννης — I (Juan).Όνομα δύο βασιλιάδων της Αραγονίας. 1. I. A’ (1350 – 1395). Βασιλιάς της Αραγονίας (1387 95). Ήταν γιος του Πέτρου Δ’, που άφησε τη διακυβέρνηση του κράτους του στη σύζυγό του, Γιολάνδη. Ο Ι. Α’ προστάτευσε τις τέχνες και τα γράμματα,… …   Dictionary of Greek

  • κλίμακ' — κλί̱μακα , κλῖμαξ ladder fem acc sg κλί̱μακι , κλῖμαξ ladder fem dat sg κλί̱μακε , κλῖμαξ ladder fem nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακωτός — ή, ό (Α κλιμακωτός, ή, όν) [κλίμαξ]. ο σχηματισμένος με μορφή κλίμακας, ο διατεταγμένος κατά βαθμίδες, σκαλωτός, αμφιθεατρικός («πρόσβασιν δὲ μίαν ἔχει κατὰ τὴν ἀπὸ θαλάττης πλευράν κλιμακωτήν καὶ χειροποίητον», Πολ.) νεοελλ. φρ. (μετρική) α)… …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφικός — ή, ό, ΝΜ [τοπογράφος] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τοπογραφία 2. φρ. α) «τοπογραφικά σημεία» τα σημεία τού εδάφους που προσδιορίζονται ως προς τη θέση και το ύψος για τη σύνταξη τοπογραφικού χάρτη β) «τοπογραφικός χάρτης» χάρτης… …   Dictionary of Greek

  • φυσιογραφικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φυσιογραφία 2. φρ. α) «φυσιογραφική κλίμαξ» οικολ. κλίμαξ φυτοκοινωνίας η οποία, σε μεγάλο βαθμό, προσδιορίζεται από τοπογραφικούς και εδαφικούς παράγοντες β) «φυσιογραφικός παράγοντας» οικολ. κάθε… …   Dictionary of Greek

  • лестница — укр. лiствиця, лiствина, ст. слав. лѣствица κλῖμαξ (Супр.), болг. лествица октава (муз.) , сербохорв. ље̏ствē ж. лестница , словен. lẹ̑stva, lẹ̑stvica от *lěstvа : lězǫ (см. лезу); см. Мейе, Et. 305; Бернекер 1, 715 …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • столб — род. п. а, народн. столоб, род. п. столба, укр. стовб, блр. стоўб, др. русск. стълбъ, собств. Столбовичь, Новгор. летоп. под 1308 г., Столбовъ, Новгор. писцовые книги 1495 г. (Соболевский, Лекции 120), цслав. стлъба κλῖμαξ, болг. стълб, стлъб… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”