- κλῑν-ήρης
κλῑν-ήρης, ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑν-ήρης, ες, ans Bett gefügt, gefesselt, bettlägerig; Plut. Pyrrh. 11; Ath. XII, 554 e u. a. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
λειμωνήρης — λειμωνήρης, ες (Α) αυτός που ανήκει ή φυτρώνει σε λειμώνα («λειμωνήρης βοτάνη», λεξ. Σούδα). [ΕΤΥΜΟΛ. < λειμών, ῶνος + κατάλ. ήρης (πρβλ. αμαξ ήρης, κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
ποδήρης — ες, ΝΜΑ (για ενδύματα) αυτός που φτάνει μέχρι κάτω στα πόδια (α. «πέπλοι ποδήρεις», Ευρ. β. «καὶ χιτῶνα πορφυροῡν, ποδήρη, στολιδωτόν», Ξεν.) μσν. αρχ. το αρσ. ως ουσ. ὁ ποδήρης α) ο αρχιερατικός χιτώνας τού αρχιερέα τών Ιουδαίων β) ο ιερατικός… … Dictionary of Greek
λεχήρης — λεχήρης, ες (Α) ξαπλωμένος στο κρεβάτι, κλινήρης («λεχήρη σκοτίων ἐκ θαλάμων οἰκτροτάτοισιν δακρύοισιν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λέχος + επίθημα ήρης (πρβλ. κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
οσμήρης — ὀσμήρης, ῆρες (Α) αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. ήρης (πρβλ. κλιν ήρης)] … Dictionary of Greek
χθονήρης — ήρες, Α (κατά τον Ησύχ.) «χθονήρεις χθόνιους». [ΕΤΥΜΟΛ. < χθών, χθονός + κατάλ. ήρης* (Ι), πρβλ. κλιν ήρης] … Dictionary of Greek