κλῑμάκιον

κλῑμάκιον

κλῑμάκιον, τό, dim. von κλῖμαξ, kleine Treppe, Leiter; λεπτὰ κλιμάκια ποιούμενος πρὸς ταῠτ' ἀνεῤῥιχᾶτ' ἂν ἐς τὸν οὐρανόν Ar. Pax 69; ἀναβῆναί τι πρὸς κλιμάκιον Aristophon bei Ath. VI, 238 c; Plut. ad princ. inerud. 4 u. A. – Nach Galen. bei Hippocr. τὸ πλάγιον ἐν τοῖς κλίμαξι ξύλον, Leitersprosse, u. ein chirurgisches Instrument.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλιμάκιον — κλῑμάκιον , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκιο — το (AM κλιμάκιον) [κλίμαξ] νεοελλ. 1. μτφ. μέρος, τμήμα, υποδιαίρεση 2. μτφ. θέση στην ιεραρχία («τα ανώτερα κλιμάκια τού κόμματος») 3. μτφ. μικρό τμήμα στρατού ή άλλου σώματος, που αποτελεί στοιχείο άλλου μεγαλύτερου συνόλου διατεταγμένου κατά… …   Dictionary of Greek

  • ՍԱՆԴՂԱՄԱՏՆ — (տին, տունք, տանց.) NBH 2 0693 Chronological Sequence: 11c, 13c գ. κλιμάκιον lignum in scala transversum, gradus. Իւրաքանչիւր աստիճան սանդղոց՝ որպէս մատն մատն. ... *Առաջին աստիճանն եւ սանդղամատն՝ խոնարհութիւնն է, զոր հոգւով աղքատութիւն կոչէ. Վրդն …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • κλιμακίοις — κλῑμακίοις , κλιμάκιον h neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίου — κλῑμακίου , κλιμάκιον h neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίων — κλῑμακίων , κλιμάκιον h neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμακίῳ — κλῑμακίῳ , κλιμάκιον h neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλιμάκια — κλῑμάκια , κλιμάκιον h neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”