κλιμακίζω — use the wrestler s trick called pres subj act 1st sg κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίζω — (Α) [κλίμαξ] 1. (για παλαιστές) προσπαθώ να καταβάλλω τον αντίπαλό μου πηδώντας πάνω στα νώτα του και καταπιέζοντάς τον 2. μτφ. διαστρέφω, διαφθείρω («κλιμακίζειν τοὺς νόμους», Δείν.) 3. πιθ. (για ίππο) σηκώνω, ανυψώνω … Dictionary of Greek
κλιμακίζει — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind mp 2nd sg κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακίζειν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκλιμάκισεν — κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλιμακισμός — κλιμακισμός, ὁ (Α) [κλιμακίζω] είδος τεχνάσματος στην πάλη, η κλίμαξ* … Dictionary of Greek
προπηλακίζω — ΝΑ 1. ρίχνω σε κάποιον λάσπη, τόν αλείφω με πηλό, καλύπτω κάποιον με βόρβορο ή τόν ρίχνω στη λάσπη, λασπώνω 2. μτφ. περιλούω κάποιον με ύβρεις και κατηγορίες, διασύρω, εξυβρίζω, εξευτελίζω κάποιον αρχ. επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον («εἴ τις… … Dictionary of Greek
κλιμακίσας — κλιμακίσᾱς , κλιμακίζω use the wrestler s trick called aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)