- κλῑμακόεις
κλῑμακόεις, εσσα, εν, mit einer Leiter oder Treppe, Stufen habend, πτύχα πέτρης στεινὴν κλιμακόεσσαν Nonn. D. 18, 56; vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλῑμακόεις, εσσα, εν, mit einer Leiter oder Treppe, Stufen habend, πτύχα πέτρης στεινὴν κλιμακόεσσαν Nonn. D. 18, 56; vgl. Suid.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
κλιμακόεις — κλιμακόεις, εσσα, εν (Α) αυτός που έχει βαθμίδες, σκαλοπάτια, ο κατασκευασμένος κατά βαθμίδες, κλιμακωτός («Ἰθώμην κλιμακόεσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κλῖμαξ, ακος + επίθημα όεις (πρβλ. δροσ όεις, μηχαν όεις)] … Dictionary of Greek
κλιμακόεσσαν — κλιμακόεις with steps fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
ՍԱՆԴՂԱՁԵՒ — ( ) NBH 2 0693 Chronological Sequence: Early classical, 12c ա. κλιμακόεις, κλιμακώδης gradatus, scalae modo factus, scalaris. Ունօղ զձեւ սանդղոց կամ աշտիճանաց. աստիճանաւոր. ... *Առ յակոբ սանդղաձեւ երկրաբերձ տեսլեամբ երեւի: Յորդորէ ելանել ընդ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)